Έφυγε ήσυχα, όπως έζησε. Ο Άλκης Γιαννακάς, ο «ωραίος κακός» του ελληνικού κινηματογράφου, άφησε την τελευταία του πνοή την Κυριακή 12 Οκτωβρίου, στα 80 του χρόνια. Χωρίς φανφάρες, χωρίς τηλεοπτικά αφιερώματα, χωρίς σκάνδαλα. Μόνο με το χαμηλό του βλέμμα και εκείνη τη χαρακτηριστική μελαγχολία που έκανε τις γυναίκες της δεκαετίας του ’60 να παραμιλούν.
Ο Άλκης Γιαννακάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1941, σε μια εποχή δύσκολη, γεμάτη ερείπια και σιωπές. Ήταν παιδί του πολέμου, και ίσως γι’ αυτό κουβαλούσε πάντα κάτι σκοτεινό στο βλέμμα. Όταν εμφανίστηκε στον ελληνικό κινηματογράφο στα τέλη της δεκαετίας του ’60, δεν έμοιαζε με κανέναν. Δεν ήταν ο “καλός” ή ο “ήρωας” των ταινιών – ήταν ο άντρας με τη σκιά, το πάθος και την απογοήτευση της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Η μεγάλη του στιγμή ήρθε με το «Αστέρω» (1969) και το «Μια ζωή την έχουμε» (1970), όπου ερμήνευσε τον εσωστρεφή νέο που ασφυκτιά μέσα σε μια κοινωνία που αλλάζει. Μα η ταινία που τον καθιέρωσε ήταν «Το ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη». Ο χαρτοπαίχτης, ο γοητευτικός απατεώνας που εκμεταλλευόταν γυναίκες για να επιβιώσει, έγινε μύθος. Το κοινό τον λάτρεψε και τον φοβήθηκε ταυτόχρονα – όπως ακριβώς πρέπει να νιώθει κανείς για έναν αληθινό αντιήρωα.
Κι όμως, ο Γιαννακάς δεν έγινε ποτέ «σταρ». Δεν κυνηγούσε συνεντεύξεις, δεν επιδίωξε φωτογραφίες στα εξώφυλλα. Ήταν ηθοποιός της ψυχής, όχι της αγοράς. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 άρχισε να αποσύρεται, νιώθοντας πως ο κινηματογράφος που αγάπησε είχε αλλάξει. «Έφυγα πριν από σαράντα χρόνια και έφυγα ψηλά. Δεν θα επέστρεφα ποτέ», είχε δηλώσει πέρυσι στην Espresso, με τη χαρακτηριστική του ηρεμία.
Οι γυναίκες της ζωής του
Ο θρύλος του δεν ήταν μόνο κινηματογραφικός. Οι σχέσεις του συζητήθηκαν όσο και οι ρόλοι του. Ο παθιασμένος έρωτάς του με τη Γκιζέλα Ντάλι έμεινε στην ιστορία. Γνωρίστηκαν στα γυρίσματα του «Παρθένου» και η ίδια είχε πει χρόνια αργότερα: «Ήταν ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής μου. Ο ωραιότερος και πιο περιζήτητος άντρας, και ήταν δικός μου».
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, η ζωή τον έφερε κοντά με την Ελένη Ερήμου. Μια σχέση έντονη, γεμάτη πάθος και συγκρούσεις, που δεν άντεξε στον χρόνο. Ο ίδιος, όμως, δεν μίλησε ποτέ δημόσια για την προσωπική του ζωή. Δεν χρειαζόταν. Η σιωπή του έλεγε περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσαν οι εφημερίδες.
Τα τελευταία 25 χρόνια τα πέρασε δίπλα στην Κατερίνα, τη γυναίκα που στάθηκε στο πλευρό του ως το τέλος. Εκείνη τον αποχαιρέτησε συγκινημένη, λέγοντας:
«Ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος, απλός, δίκαιος, με αστείρευτο χιούμορ. Δεν ήθελε φώτα, δεν ήθελε κανάλια. Ήθελε ησυχία, φίλους, κανονικότητα. Θα μου λείψει πολύ».
Ο ήσυχος αποχαιρετισμός
Τα τελευταία χρόνια έμενε στην πλατεία Αμερικής, μακριά από την προβολή, κοντά στους ανθρώπους του θεάτρου. Πήγαινε στο Σπίτι του Ηθοποιού, βοηθούσε, μιλούσε, αλλά πάντα διακριτικά. Έζησε όπως ήθελε: χωρίς κραυγές, χωρίς θόρυβο.
Η ιστορία του Άλκη Γιαννακά δεν είναι εκείνη ενός σταρ, αλλά ενός ανθρώπου που προτίμησε την αλήθεια από τη δόξα. Μέσα στην απλότητά του και την ευγένειά του, άφησε πίσω του κάτι σπάνιο: την αξιοπρέπεια του να είσαι ο εαυτός σου, ακόμη κι όταν ο κόσμος ζητάει ρόλους.
Και ίσως αυτό είναι το πραγματικό του φινάλε – ένας άντρας που διάλεξε τη σιωπή, αλλά κατάφερε να μείνει αξέχαστος.







































