Ο Αριστείδης Χερουβείμ έχασε, κατά τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι την μητέρα του, την αδελφή του και τις δυο ανήλικες ανιψιές του και ήταν η σειρά του να καταθέσει στο Τριμελές Πλημμελιοδικείο.
«Κανείς να μη βρεθεί στη θέση να μαζεύει μισοκαμένα παιχνίδια από τον κήπο. Να πρέπει να αξιολογήσεις τι από τα πράγματα των κοριτσιών θα πρέπει να πετάξεις και τι να δώσεις» κατέθεσε χαρακτηριστικά ο Αριστείδης Χερουβείμ.
Όπως κατέθεσε ο μάρτυρας: «Έχασα τη μητέρα μου, την αδελφή μου, και τις δίδυμες ανιψιές μου. Το σπίτι μας είναι στη Λεωφόρο Μαραθώνος. Το πρώτο σπίτι του Ματιού, που συναντά κάποιος από Αθήνα. Έχω ζήσει όλα μου τα καλοκαίρια στο Μάτι. Πάντα θυμάμαι που υπήρχε ένα πυροσβεστικό όχημα εκεί. Εκείνη την ημέρα ήταν η πρώτη που η αδελφή μου, είχε πάρει μετάθεση στο κέντρο υγείας και πήγε στην υπηρεσία της. Γύρισε σπίτι και μετά από λίγο δολοφονήθηκαν και οι τέσσερις».
Περιγράφοντας το τελευταίο τηλεφώνημα που είχε με τη μητέρα του κατέθεσε: «Με πήρε τηλέφωνο η μητέρα μου στις 6:30, μου είπε «βλέπω φλόγες» και της λέω «φύγε». Πέντε λεπτά αφού μιλήσαμε, και αφού είχαν κάνει 50 μέτρα από το σπίτι, συνάντησαν ένα ζευγάρι γείτονες πεζούς και ένα ζευγάρι στο αυτοκίνητο τους. Το ζευγάρι σταμάτησε με το αυτοκίνητο, πιθανώς να τους πάρει. Έπιασε φωτιά το αυτοκίνητο, το ζευγάρι σώθηκε και οι υπόλοιποι έξι κάηκαν… Γύρω στις 9:30 το βράδυ, στη μέση του δρόμου βρήκαν την οικογένεια μου και δεξιά του δρόμου το ζεύγος Σκαραμαγκά. Το μήνυμα των πυροσβεστών έλεγε ότι κατέσβησαν τις σορούς με πυροσβεστήρα».
Ο κ. Χερουβείμ σε άλλο σημείο της κατάθεσής του τόνισε:
«Πήρα την πυροσβεστική αμέτρητες φορές. Το λιμενικό δεν απάντησε ποτέ. Η αστυνομία δήλωνε αναρμόδια και μου είπε να πάρω το ΑΤ Νέας Μάκρης που με παρέπεμψαν στο κέντρο υγείας ραφήνας που δεν απάντησε κανένας”.
Ο κ. Χερουβείμ περιέγραψε πως την επόμενη ημέρα πήγε στο Μάτι, βρήκε το σπίτι του ανοικτό και κανένα μέσα.
«Στα 50 μέτρα ήταν περιπολικό και είδα κάποιες σωρούς σκεπασμένες με λευκό σεντονι. Στη συνέχεια παρατήρησα στην άλλη άκρη ζεύγος Σκαραμαγκά, που ήταν παντελώς απανθρακωμένο και δεν τους είχαν σκεπάσει με σεντόνι. Μου είπαν για νεαρές γυναίκες που ήταν κάτω από το σεντόνι. Ζήτησα να κάνω αναγνώριση. Τους φαινόταν δύσκολο. Επέμεινα. Εκεί αναγνώρισα τη μητέρα, την αδελφή μου και ένα παιδάκι, το άλλο δεν μου το έδειξαν γιατί ήταν πολύ καμένο».
Η μάρτυρας Γεωργία Μοσχού η οποία έχασε τη μητέρα και την αδελφή της και η ίδια εγκλωβίστηκε στο σπίτι της στο Νέο Βουτζά όταν μπλόκαρε η γκαραζόπορτα περιέγραψε τις δραματικές στιγμές που βίωσε.
Ο ανιψιός της σύμφωνα με τη μάρτυρα, ήταν εκείνος που τις βρήκε βαριά τραυματισμένες στο δρόμο και όταν προσπάθησε να τις πάει στο νοσοκομείο, οι αστυνομικοί του έδιναν οδηγίες και τον έστελναν μέσα στη φωτιά. «Η αδελφή μου ούρλιαζε καμένη από τους πόνους. Ο ανιψιός μου δεν άκουσε τους αστυνομικούς, βγήκε αντίθετα στη Μαραθώνος, τις πήγες στον «Ευαγγελισμό», όπου διασωληνώθηκαν και μας είπαν να περιμένουμε να πεθάνουν. Από τύχη σώθηκα, θα μπορούσα να καώ μέσα στο σπίτι αν δεν είχε κλείσει η γκαραζόπρτα ή να έχω φύγει με το αυτοκίνητο και να καώ όπως η αδελφή μου και η ανιψιά μου».
Η δίκη συνεχίζεται αύριο.