23η Ιουλίου έχει μείνει βαθιά χαραγμένη στη μνήμη όλων καθώς σημειώθηκε η φονικότερη φωτιά στην ιστορία της χώρας. 102 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στο Μάτι, στη Ραφήνα και εκατοντάδες ακόμα έπαθαν εγκαύματα και ένα χρόνο μετά παλεύουν ακόμα να γιατρέψουν τις πληγές τους. Ωστόσο υπήρξαν και εκείνοι που επέζησαν και καλούνται να φέρουν στη μνήμη τους εκείνες τις στιγμές. Οι μαρτυρίες τους είναι συγκλονιστικές.
Ιωάννα Πεταλά: Μας άφησαν να καούμε
Το απόγευμα της 23ης Ιουλίου 2018 έζησα την κόλαση. Ο πατέρας μου απανθρακώθηκε και η μάνα μου από τη μέση και πάνω κάηκε τόσο πολύ που δεν είχε καν μαλλιά και τα ρούχα της είχαν λιώσει στο δέρμα της, σύμφωνα με μαρτυρία φίλης. Γιατί με τους γονείς μου χαθήκαμε μέσα στον πανικό και στον μαύρο πυκνό καπνό, που έκανε τη μέρα νύχτα, και στον εκκωφαντικό θόρυβο της φωτιάς και του σφοδρού ανέμου.
Γύρω στις 17.30 ανακοινώθηκε στην τηλεόραση η φωτιά στη Νταού. Μετά 10-15 λεπτά κόπηκε το ρεύμα και γύρω στις 18.00 είχαν λαμπαδιάσει οι καλαμιές απέναντι. Η μάνα μου ούρλιαζε «Ιωάννα φεύγουμε τώρα». Και οι τρεις μπήκαμε στο αμάξι της γειτόνισσας, με πορεία προς τη θάλασσα. Στη συμβολή Περικλέους και Ποσειδώνος φρακάραμε. Η φωτιά μας κυνηγούσε από πίσω και από αριστερά. Γύρισα και είδα τις τεράστιες φλόγες στα λίγα μέτρα. «Βγείτε γιατί θα καούμε», ούρλιαξα. Μόλις βγήκαμε, μαύρισε ο ουρανός. Δεν έβλεπα, έπεσα κάτω. Εκεί με έπιασε η φωτιά πίσω και στα χέρια.
Σηκώθηκα ψάχνοντας τους γονείς μου. Δεν είχα καταλάβει ότι καιγόμουν μέχρι που άκουσα τη φωνή ενός κυρίου. «Κοπελιά καίγεσαι πίσω». Από ένστικτο επιβίωσης, όπως καταλαβαίνω τώρα, και εντελώς μηχανικά, πήγα και έπεσα στην κοντινότερη θάλασσα. Πάνω γκρεμός με πεύκα καίγονταν όλα. Δεν μπορούσα να βγω έξω. Είχε κύμα, κρατιόμουν από ένα βράχο για να μη φύγω μέσα. Εβλεπα τα χέρια μου και θυμάμαι να βγαίνει το δέρμα σαν ένα γάντι. Μέσα κρύωνα, έξω η ζέστη πόναγε τις πληγές μου. Ημουν εκεί 5-6 ώρες, μόνη, χωρίς τους δικούς μου, που δεν έπαψα να τους σκέφτομαι, αφού όλες εκείνες τις ώρες το μόνο που έκανα ήταν να προσεύχομαι στην Παναγία να είναι καλά. Με έσωσε ένας Αιγύπτιος ψαράς.
Στο νοσοκομείο έμεινα 75 ημέρες. Από αυτές δέκα στη ΜΕΘ. Κόντεψα να πεθάνω, από θαύμα ζω. Η μάνα μου πέθανε στη διπλανή παραλία, ο πατέρας μου δεν ξέρω πού. Οι σκηνές που είδα, φρικιαστικές, θα με στοιχειώνουν για πάντα. Πώς να τις ξεχάσεις; Ανθρωποι τυλιγμένοι στις φλόγες να τρέχουν ουρλιάζοντας. Μανάδες να κρατάνε τα παιδιά τους στην αγκαλιά ζητώντας βοήθεια. Ομως δεν υπήρχε κανείς. Ούτε Πυροσβεστική, ούτε Αστυνομία, ούτε Λιμενικό. Τίποτα. Μας άφησαν να καούμε.
Τώρα παλεύω να φανώ δυνατή, να φτιάξω τη ζωή μου από τις στάχτες. Να θεραπευτώ σωματικά και ψυχικά. Θα πάρει χρόνο, αλλά θα τα καταφέρω κάποτε. Ευτυχώς έχω ανθρώπους δίπλα μου και τους γονείς μου από ψηλά να με προσέχουν.
* Η κ. Ιωάννα Πεταλά ήταν μόνιμη κάτοικος Ματιού.
Μαρίνα Λαμπρίδου: Ζήσαμε την κόλαση
23 Ιουλίου 2018. Εκείνη την ημέρα σταμάτησαν όλα για την οικογένειά μου. Μόλις έξι μέρες πριν, γιορτάζαμε όλοι μαζί τη γιορτή μου, χωρίς κανείς να φαντάζεται το κακό που μας περίμενε. Εξι μέρες μετά, μου στέρησαν ό,τι πολυτιμότερο είχα. Τον άνθρωπό μου. Το στήριγμά μου. Τον μπαμπά μου. Αυτόν, που μαζί με την υπέροχη μητέρα μας, ήταν πρότυπο για όλους μας. ΠΑΤΕΡΑΣ και ΑΝΘΡΩΠΟΣ με όλα τα γράμματα κεφαλαία. Πρώτος σε όλα. Ακόμα και στο τέλος έκανε τη διαφορά. Ηταν ο πρώτος εγκαυματίας που έφυγε.
Στις 26 Ιουλίου, ο Μιχάλης Λαμπρίδης άφησε τις τέσσερις γυναίκες του, όπως του άρεσε να λέει, και ο χρόνος «πάγωσε» εκεί. Ενα χρόνο μετά, πρωτόγνωρα συναισθήματα έχουν φωλιάσει στην καρδιά μου. Θλίψη, παράπονο, θυμός, ευγνωμοσύνη, όλα μαζί, έχουν πλέξει ένα αλλόκοτο δίχτυ. Θλίψη, για τον χαμό του μπαμπά μου. Είχαμε τόσα πολλά να κάνουμε ακόμα, τόσα να πούμε. Με βία, άνθρωποι μικροί, τιποτένιοι, με χώρισαν από τον πιο σημαντικό άνθρωπο της ζωής μου. Αυτοί που θα έπρεπε να τον προστατέψουν, του πρόσφεραν ένα τέλος που δεν του άξιζε.
Παράπονο, γιατί κανείς δεν του έδωσε την ευκαιρία να σωθεί. Ζήσαμε την κόλαση μόνοι μας. Δεν υπήρξε προειδοποίηση. Δεν ξέραμε ποια ήταν η σωστή και ποια η λάθος επιλογή. Oλα ήταν θέμα τύχης. Θυμός, γιατί εξαιτίας της ανεπάρκειας όλων, αναγκαστήκαμε να ζήσουμε έναν πόλεμο. Ολομόναχοι. Απροστάτευτοι. Περνώντας από τους πληγωμένους μας δρόμους, κάθε μέρα ξαναζούμε την τραγωδία. Την αγωνία, τον φόβο, τον πανικό, την εγκατάλειψη. «Γιατί;», φωνάζουν οι νεκροί μας. Και εμείς τους ακούμε. Κανείς δεν είχε το θάρρος να παραδεχθεί τα λάθη του.
Ευγνωμοσύνη, για τη στήριξη και την αγάπη που εισπράξαμε από ανθρώπους που δεν γνωρίζαμε μέχρι τότε. Ο πόνος μας ένωσε σαν μια μεγάλη οικογένεια. Μόνοι μας, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου μαζέψαμε τα κομμάτια μας και σηκωθήκαμε ξανά. Ενα ευχαριστώ θέλω να πω στους ανθρώπους που πέρασαν την κόλασή μας και είναι βράχοι, ενώ όλοι οι άλλοι, ήταν και συνεχίζουν να είναι, απλώς, πουθενά. Εύχομαι σε όλους, ποτέ κανείς να μην ξαναζήσει τόσο απροστάτευτος, τόσο μόνος, όσο νιώσαμε εμείς.
Γιώργος Καΐρης: Οταν σταμάτησε ο χρόνος
Στις 18.49 έγινε το τελευταίο τηλεφώνημα. «Ξέρω ότι θα πεθάνω, τι δεν καταλαβαίνεις!». Εκεί σταμάτησε ο χρόνος. Είκοσι ένα χρόνια συνύπαρξης κατέρρευσαν. Γολγοθάς πλέον τα πάντα. Ενα κράτος χωρίς υποδομή, ένα κράτος που ζει στην αλαζονεία του, που δεν μπόρεσε και δεν μπορεί και τώρα ακόμα να στηρίξει τους πολίτες του. Ολα μοιάζουν κόκκινα, όπως η καρδιά που αιμορραγεί. Ξαναζείς τις στιγμές. Καίγονται τα πάντα γύρω σου, άνθρωποι, σπίτια, κατοικίδια, αυτοκίνητα. Εκείνο το βράδυ, στις 23/7/2018, όπως κάποιος είπε: «Σώπαιναν οι λύκοι και ούρλιαζαν οι άνθρωποι».
Ενα χρόνο μετά δεν μπορείς να αγγίξεις το πρόσωπο του ανθρώπου σου, του παιδιού σου, του γονιού σου. Ανθρώπινος νους δεν μπορεί να καταλάβει τι έγινε, κι όμως εμείς ξέρουμε: «Μας έκαψαν». Οι μέρες περνούν και όλα γίνονται πιο δύσκολα.
Προσπαθώντας να γυρίσεις τον χρόνο πίσω για να συνειδητοποιήσεις τι συνέβη φαίνονται όλα μάταια. Μένεις με ένα «γιατί» και δεν βρίσκεις απάντηση. Δάκρυα γεμίζουν τα μάτια σου αντικρίζοντας τις διάφορες εικόνες της ζωής. Σφίγγει η καρδιά σου την ώρα που ακούς τυχαία το όνομα του ανθρώπου σου που χάθηκε.
Η κατάθλιψη σε έχει καταβάλει και όλα μοιάζουν πλέον μαύρα. Και το κράτος απουσιάζει όπως πάντα. Μόνο οι άνθρωποι σου δίνουν χέρι βοήθειας και σου λένε «είμαστε εδώ δίπλα σου», σε αγκαλιάζουν, σου μιλούν, σε βάζουν στις παρέες τους. Περνούν οι μέρες, πλησιάζει η ώρα για τα μνημόσυνα και όποτε κυλάει ένα δάκρυ στα μάτια σου προσπαθείς να το κρύψεις για να μην σε πουν «αδύναμο» ή «γραφικό».
Ομως ο πόνος και το αίσθημα της θλίψης δεν σβήνουν, ενώ ακόμη περιμένεις να προχωρήσει η υπόθεση δικαστικά και να αποδοθεί Δικαιοσύνη. Θυμάσαι ακόμη τις συνομιλίες εκείνης της ημέρας με την Πυροσβεστική: – Καίγεται το σπίτι μου, το παιδί μου. – Κάντε υπομονή κυρία μου. Δυστυχώς, τα μέρη μας δεν είναι πλέον όπως τα ζούσαμε παλιά. Μαζί με το τοπίο και τα σπίτια αλλάξαμε κι εμείς. Μαθαίνεις για τις δυσκολίες των γονιών που έχουν παιδιά με εγκαύματα.
Οι ιστορίες των ανθρώπων που έχουν χάσει κάποιον δικό τους λυγίζουν και τον πιο σκληρό. Ενα χρόνο μετά βλέπεις ακόμη εφιάλτες, πετάγεσαι μέσα στη νύχτα. Αναζητείς τη βοήθεια ψυχολόγου, παίρνεις ηρεμιστικά και όλα αυτά εξαιτίας εκείνων των ανθρώπων τα ονόματα των οποίων αναφέρονται στη δικογραφία. Ανθρώπων που αποδείχθηκε ότι ήταν ανίκανοι για τις θέσεις που κατείχαν. Είναι αυτοί που μας άφησαν να καούμε. Εκείνοι που κατέστρεψαν τις ζωές μας. Δεν ξεχνώ, ζητώ δικαίωση και σεβασμό.
* Ο κ. Γιώργος Καΐρης είναι κάτοικος Ν. Βουτζά.