Η ιστορία του Γιώργου Μοσχούρη είναι ένα σκοτεινό κεφάλαιο στο βιβλίο της ελληνικής νύχτας. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 μέχρι και τον τραγικό θάνατό του, το όνομά του βρέθηκε στο επίκεντρο υποθέσεων που αφορούσαν οργανωμένο έγκλημα, μαφιόζικες πρακτικές και ξεκαθαρίσματα λογαριασμών. Το όνομά του έγινε γνωστό στο πανελλήνιο το 2002, όταν συμπεριλήφθηκε σε μία από τις μεγαλύτερες δικογραφίες για τη λεγόμενη «Greek Mafia», μαζί με δεκάδες άλλα γνωστά πρόσωπα της νύχτας.
Ο Μοσχούρης θεωρούνταν πρωτοπαλίκαρο του διαβόητου Γεράσιμου Λούτσου και εμπλέκονταν σε ομάδες που είχαν αναλάβει συμβόλαια θανάτου, εκβιασμούς, και λαθρεμπόριο καυσίμων και τσιγάρων. Αν και για ένα διάστημα διέφευγε τη σύλληψη, τελικά βρέθηκε πίσω από τα κάγκελα της φυλακής. Εκεί, σύμφωνα με μαρτυρίες, φέρεται να άλλαξε στάση ζωής, πλησίασε τη θρησκεία και δήλωνε μετανοημένος. Στο χέρι του κρατούσε συνεχώς ένα κομποσκοίνι από το Άγιο Όρος, σημάδι ίσως μιας εσωτερικής μεταστροφής που πολλοί, όμως, αμφισβητούσαν.
Η φήμη του ως «αόρατου» νονoύ της νύχτας δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Παρά την φαινομενική στροφή σε νόμιμες επιχειρηματικές δραστηριότητες, το όνομά του εξακολουθούσε να αναφέρεται σε δικογραφίες και επιχειρηματικούς πολέμους του υποκόσμου. Το 2013 εμπλέκεται σε απόπειρα δολοφονίας επιχειρηματία, ενώ δύο χρόνια αργότερα αναφέρεται ως αρχηγός μιας από τις τρεις σπείρες που πουλούσαν «προστασία» σε δεκάδες καταστήματα στην Αττική.
Το καλοκαίρι του 2020, η ζωή του Γιώργου Μοσχούρη κρεμόταν από μια κλωστή, όταν δέχθηκε ενέδρα θανάτου έξω από ταβέρνα στη λεωφόρο Βάρης-Κορωπίου. Οι δράστες τον πυροβόλησαν και κατάφεραν να τον τραυματίσουν σοβαρά, αλλά όχι να τον σκοτώσουν. Η απόπειρα εκείνη αποτέλεσε, ίσως, την αρχή του τέλους. Το όνομά του είχε ήδη καταγραφεί στη δικογραφία για την υπόθεση των «τσιγαράδων» από την Ουκρανία και το Καζακστάν, ως επόμενος στόχος εκκαθάρισης από την ομάδα του διαβόητου Έντικ.
Η τελική πράξη του δράματος γράφτηκε τον Απρίλιο του 2025. Έξω από διαγνωστικό κέντρο στο Χαλάνδρι, ο Μοσχούρης έπεσε νεκρός από τις ριπές ενός καλάσνικοφ. Το χτύπημα ήταν καθαρό, οργανωμένο και με στόχο την εξόντωσή του. Το όχημα διαφυγής των δραστών βρέθηκε καμένο λίγες ώρες αργότερα, όπως γίνεται συχνά σε τέτοιες εκτελέσεις. Ήταν το τελικό «αντίο» ενός ανθρώπου που έζησε μια ζωή ανάμεσα στο σκοτάδι και την προσπάθεια εξιλέωσης.
Ο Γιώργος Μοσχούρης, είτε ως «Θαμνάκιας» είτε ως επιχειρηματίας των τελευταίων ετών, υπήρξε πρόσωπο-σύμβολο της ελληνικής νύχτας. Και το τέλος του, φρικτό και ανελέητο, ήταν απλά η επιβεβαίωση ότι στον κόσμο της μαφίας, τα λάθη και οι εχθροί δεν ξεχνιούνται ποτέ.