Ένα ταξίδι στο χρόνο, μέσα από εικόνες, μνήμες και αλήθειες.
Του Βασίλη Σπαντούρου
Υπάρχουν φωτογραφίες που δεν είναι απλώς παλιές. Είναι συγκινητικά ζωντανές. Είναι μικρές χρονοκάψουλες από έναν κόσμο που, αν και δεν υπάρχει πια έτσι, μένει βαθιά μέσα μας. Φωτογραφίες από μια Ραφήνα αλλιώτικη – όχι αγγελικά πλασμένη, μα όμορφη. Αληθινή. Μια Ραφήνα της καθημερινότητας, της απλότητας, της αγκαλιάς.
Ήταν η εποχή που οι δρόμοι δεν είχαν ακόμα άσφαλτο, αλλά είχαν γέλια παιδιών. Οι αυλές ήταν ανοιχτές, οι πόρτες ξεκλείδωτες και τα σπίτια λιτά, με τα ασβεστωμένα πεζούλια, τα ριχτά λουλούδια στις γλάστρες και μια καλημέρα πάντα στο στόμα. Οι άντρες της γειτονιάς έπιναν μαζί τον καφέ ή έπαιζαν τάβλι στο πεζούλι. Οι γυναίκες αντάλλασσαν συνταγές, βοηθούσαν η μία την άλλη στα δύσκολα και στα εύκολα, μετρούσαν τον χρόνο με τις εποχές – όχι με deadlines.

Η Ραφήνα του τότε είχε μια ομορφιά που δεν αποτυπώνεται ούτε σε σχέδια πόλης, ούτε σε πολεοδομικούς όρους. Είχε ανθρώπους. Και είχε και ιστορία.
Η σύγχρονη Ραφήνα χτίστηκε πάνω σε δύο ρίζες: από τη μία οι πρώτοι κάτοικοι – εργάτες, ψαράδες, μικροκτηνοτρόφοι που ζούσαν ήδη εδώ πριν το 1920. Από την άλλη, οι πρόσφυγες από την Τρίγλια της Μικράς Ασίας που κατέφθασαν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Σύμφωνα με τις επίσημες καταγραφές, ήταν 61 οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή. Δεν έφεραν μαζί τους περιουσίες, μόνο την πίστη τους, την αγάπη για τον τόπο που έχασαν και την ελπίδα για τον τόπο που θα χτίσουν.
Αλλά δεν ήρθαν σε κενό. Υπήρχαν ήδη άνθρωποι εδώ. Άνθρωποι που ζούσαν απ’ τη γη και τη θάλασσα, που άνοιξαν τις πόρτες τους και μοιράστηκαν –ό,τι είχαν και δεν είχαν– με τους νέους. Έτσι γεννήθηκε η Ραφήνα, από τη συνάντηση του πόνου με τη γενναιοδωρία. Από την προσφυγιά και τη φιλοξενία.

Το πρώτο σχολείο στεγάστηκε σε μια αποθήκη στο λιμάνι. Ο πρώτος ιερέας λειτούργησε κάτω από μια εικόνα της Παναγίας, που είχαν φέρει από την Τρίγλια. Τα πανηγύρια δεν είχαν μεγάφωνα, είχαν βιολί και λαούτο. Τα σπίτια χτίζονταν σιγά σιγά – με κόπο, με πέτρα και με πίστη. Ο ένας βοηθούσε τον άλλον. Δεν υπήρχε “εγώ”, υπήρχε “εμείς”.
Η Ραφήνα τότε ήταν ακόμα “μακριά από την Αθήνα”, με τον ηλεκτρισμό να έρχεται αργά, με την αποχέτευση να είναι πολυτέλεια, ακόμα είναι δηλαδή για να μη κοροιδευόμαστε μεταξύ μας, αλλά με τις ψυχές φωτισμένες. Τα παιδιά δεν ήθελαν κινητά, είχαν τα πόδια τους, την αλάνα, τη θάλασσα. Τα καΐκια έδεναν στο παλιό λιμάνι κι έφερναν ψάρια και ειδήσεις. Οι μεγαλύτεροι γνώριζαν όλους τους νεότερους. Και όλοι ήξεραν ότι η ζωή δεν είναι εύκολη – αλλά γίνεται πιο όμορφη όταν τη μοιράζεσαι.

Σήμερα, όλα αυτά μοιάζουν μακρινά. Οι δρόμοι ασφαλτοστρώθηκαν, τα σπίτια μεγάλωσαν, οι αυλές μπήκαν πίσω από κάγκελα. Το λιμάνι έγινε πύλη διαφυγής – όχι επιστροφής. Οι άνθρωποι περνούν δίπλα σου χωρίς να κοιτάνε. Τα παιδιά δεν παίζουν – απλώς κρατάνε οθόνες. Οι γειτονιές δεν έχουν πρόσωπα – μόνο πόρτες.
Και τότε ρωτάς: πώς φτάσαμε ως εδώ;
Πώς χάλασε αυτό που ήταν τόσο όμορφο μέσα στην απλότητά του; Πού πήγε εκείνη η Ραφήνα που μύριζε γιασεμί και θάλασσα; Που ήξερες ποιος μένει δίπλα σου, τι πονάει και τι ονειρεύεται; Που όταν είχες ανάγκη, δεν χρειαζόταν να μιλήσεις – στο έβλεπαν στα μάτια;

Μένουν μόνο οι φωτογραφίες. Μένουν κι οι μνήμες. Μένει κι η ευθύνη – δική μας – να μη χαθεί η ουσία κάτω απ’ το βάρος της εξέλιξης.
Η Ραφήνα δεν ήταν τέλεια. Αλλά ήταν ανθρώπινη.

Κι αν θέλουμε να ξαναβρούμε τον δρόμο μας, ίσως πρέπει να κοιτάξουμε πίσω, όχι με νοσταλγία, αλλά με σεβασμό. Για να θυμηθούμε. Για να καταλάβουμε.
Γιατί κάποτε η Ραφήνα δεν ήταν απλώς τόπος.
Ήταν τρόπος.





































