Την περίοδο που η προστασία του περιβάλλοντος θα έπρεπε να αποτελεί προτεραιότητα κάθε χώρας, οι πολιτικές της Ελλάδας φαίνεται να κινούνται σταθερά και με συνέπεια προς την αντίθετη κατεύθυνση. Μετά τον νόμο 4685/2020 περί εκσυγχρονισμού της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και την πρόσφατη απόφαση (ΥΠΕΝ/ΔΠΔ/64663/2956/03.07.2020) που υπονομεύει τους Δασικούς Χάρτες και το δασολόγιο, η νέα Ρυθμιστική Απόφαση για τη θήρα ίσως δεν έπρεπε να μας προκαλεί έκπληξη…
Για ακόμη μία χρονιά όμως, δεν μπορούμε πάρα να εκφράσουμε την αποδοκιμασία και απογοήτευσή μας για την υπογραφή του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με την οποία επιτρέπεται και φέτος στην Ελλάδα το κυνήγι παγκοσμίως απειλούμενων ειδών, ενώ είναι παντελώς ασαφές με ποιον τρόπο τεκμηριώνονται τα όρια κάρπωσης (δηλαδή ο αριθμός τον πουλιών που επιτρέπεται να θηρεύει ένας κυνηγός ανά ημέρα).
Απειλούμενα σε ευρωπαϊκό επίπεδο είδη πουλιών που περιλαμβάνονται στη φετινή λίστα των θηρεύσιμων στην Ελλάδα ειδών είναι η Σαρσέλα, το Σφυριχτάρι, η Ψαλίδα, η Καλημάνα και η Κοκκινότσιχλα, ενώ το Γκισάρι και το Τρυγόνι είναι παγκοσμίως απειλούμενα είδη. Πρόκειται δηλαδή για είδη που αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο εξαφάνισης, με τον πληθυσμό μάλιστα της Ψαλίδας στην Ελλάδα να έχει σχεδόν καταρρεύσει, με πολύ χαμηλούς πλέον αριθμούς να καταγράφονται κάθε χειμώνα.
Χαρακτηριστικά για το Τρυγόνι, για το οποίο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προτείνει προσωρινή παύση της θήρας του έως ότου ολοκληρωθεί σχετική επιστημονική μελέτη για την προσαρμοστική διαχείριση της κάρπωσης (adaptive harvest management) που να ορίζει τον αριθμό των Τρυγονιών τα οποία μπορεί να θηρευτούν χωρίς να προκαλείται περαιτέρω ζημιά στον πληθυσμό, το ΥΠΕΝ εξακολουθεί να προτείνει τη θήρα 8 πουλιών ανά ημέρα και ανά κυνηγό. Αν και είναι άγνωστο και φέτος πως κατέληξε το ΥΠΕΝ σε αυτό το νούμερο, υπενθυμίζουμε πως με σχετικό Δελτίο Τύπου μετά την έκδοση της Ρυθμιστικής για το 2019-2020 το ΥΠΕΝ είχε εξαγγείλει ότι «θα προχωρήσει στην περαιτέρω επιστημονική τεκμηρίωση του θέματος με ανάθεση σχετικής ερευνητικής μελέτης», κάτι το οποίο δεν έχει υλοποιηθεί. Είναι απαραίτητο να αναφέρουμε επίσης ότι το Τρυγόνι στη χώρα μας πλήττεται πολύ σοβαρά και από την ανοιξιάτικη λαθροθηρία, η οποία λαμβάνει χώρα ανεξέλεγκτα στα νησιά του Ιονίου αλλά και στα δυτικά παράλια της χώρας.
Οι ημερομηνίες προσδιορισμού έναρξης και λήξης της θήρας φαίνεται να έχουν βασιστεί πλήρως σε σχετική «έρευνα – μελέτη» την οποία συνυπογράφουν γνωστοί συνεργάτες κυνηγετικών οργανώσεων. Το ΥΠΕΝ, φοβούμενο το πολιτικό κόστος της αντίθεσης με το κυνηγετικό λόμπι, καταλήγει για άλλη μια χρονιά σε μια Ρυθμιστική Απόφαση που αποτελεί παράδειγμα κακής νομοθέτησης, καθώς δεν είναι διαθέσιμα προς κρίση τα δεδομένα τα οποία λαμβάνονται υπόψη για τη διαμόρφωση του περιεχομένου της. Ζητάμε από το ΥΠΕΝ τη δημοσίευση αυτής της μελέτης με στόχο την κρίση της, καθώς κατά το παρελθόν (2016) η μελέτη αυτή περιείχε αντιφάσεις και άρα είχε κριθεί ως αναξιόπιστη να ορίσει το πλαίσιο θήρας των πουλιών της χώρας.
Παροιμιώδης είναι πια η επιμονή του Υπουργείου στη διατήρηση του συστήματος των κλιμακωτών ημερομηνιών, κατά παράβαση της διεθνούς, ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας. Το κυνήγι των πουλιών συνεχίζει να μην έχει ενιαία λήξη, ενώ εξακολουθεί να ασκείται πέραν της 31ης Ιανουαρίου, κατά την περίοδο που ορισμένα είδη έχουν ήδη ξεκινήσει το μεταναστευτικό τους ταξίδι προς τους τόπους αναπαραγωγής τους. Ορισμένα είδη δε, όπως ο Κότσυφας, έχουν ήδη εισέλθει στην αναπαραγωγική περίοδο. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η θήρα για είδη με παρεμφερή εξωτερικά μορφολογικά χαρακτηριστικά (π.χ. τσίχλες, πάπιες) ενέχει σημαντικό κίνδυνο σύγχυσης κατά την αναγνώριση και ως εκ τούτου πρέπει να λήγει ενιαία προς αποφυγή θανατώσεων μη θηρεύσιμων ειδών.
Ταυτόχρονα, το κυνήγι συνεχίζει να επιτρέπεται και φέτος εντός πολύ σημαντικών και ευαίσθητων περιοχών για τα πουλιά όπως αυτές εντός των Εθνικών Πάρκων Υγροτόπων Αμβρακικού και Λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου, περιοχές στις οποίες ανθεί και η λαθροθηρία, παρά τις σχετικές διαβεβαιώσεις ότι το άνοιγμα του κυνηγιού θα συνέβαλε στο αντίθετο.
Μέχρι πότε, άραγε, θα συνεχίσει ο αρμόδιος Υπουργός να μην ανταποκρίνεται στον θεσμικό του ρόλο, αγνοώντας έγκριτα επιστημονικά στοιχεία και αψηφώντας τις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας για την προστασία της βιοποικιλότητας;
Ελπίζουμε αυτή να είναι η τελευταία φορά που χρειάζεται να επιχειρηματολογήσουμε ώστε να ανταποκριθεί επιτέλους το Υπουργείο στο χρόνιο αίτημα της Κοινωνίας των Πολιτών για σαφή και επιστημονικά τεκμηριωμένη ρύθμιση του πεδίου της άσκησης θήρας στον ελληνικό χώρο.
Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία Τηλ.: 210 8228704 & 210 8227937