Μπορεί τα τρένα να ξαναμπήκαν στις ράγες, αυτό δε σημαίνει όμως ότι λύθηκαν ως δια μαγείας όλα τα διαχρονικά προβλήματα που ταλανίζουν το σιδηροδρομικό δίκτυο.
Ακόμη και σήμερα, 36 ημέρες μετά την τραγωδία, οι ειδικοί εξακολουθούν να χτυπούν καμπανάκια και για άλλο ατύχημα.
«Σίγουρα περίμενα και περιμένω να γίνει ένα ατύχημα που να οφείλεται στην απαρχαιωμένη κι απαξιωμένη υποδομή που έχουμε. Δηλαδή δεν αρκεί μόνο η 717. Πρέπει να κοιτάξουμε την υποδομή», λέει η επικ. καθηγήτρια στην Πολυτεχνική Σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών, Ζωή Χριστοφόρου.
Η ίδια, μέσα από την ανοιχτή συζήτηση της «ΔΙΑΝΕΟΣΙΣ» κρούει των κώδωνα του κινδύνου για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται εδώ και χρόνια το σιδηροδρομικό δίκτυο.
«Ακόμη κι αν είχαμε την τηλεδιοίκηση, θα πρέπει να είχαμε και προσωπικό που να ξέρει να την χρησιμοποιεί και να την χρησιμοποιεί και σε κανονικές συνθήκες αλλά και σε περιπτώσεις που για κάποιον λόγο υπάρχει κάποια βλάβη σε αυτήν».
Αυτό ακριβώς δηλαδή που όπως φάνηκε από την πρώτη στιγμή, ήταν από τους βασικούς λόγους που οδήγησαν στην τραγωδία των Τεμπών. Η απειρία του σταθμάρχη Λάρισας, ο οποίος, όπως κατήγγειλε σήμερα ο τομεάρχης Προστασίας του Πολίτη του ΣΥΡΙΖΑ, Χρήστος Σπίρτζης, είχε κάνει ξανά αίτηση για μετάταξη στο σταθμαρχείο μέσω της κινητικότητας το 2020, αλλά ο ΟΣΕ τον είχε απορρίψει.
Τα τρένα μπορεί να ξεκίνησαν και πάλι τα δρομολόγια, όμως ακόμη πρέπει να γίνουν πολλά για να φτάσουμε σε αξιοπιστία τις προηγμένες σιδηροδρομικά χώρες και κυρίως για να μην θρηνήσουμε άλλα θύματα.