Από την 1η Νοεμβρίου, όταν τέθηκε σε εφαρμογή η νομοθεσία περί αυτοδιάθεσης (SBGG) στη Γερμανία, περίπου 100 άτομα καθημερινά δηλώνουν την επιθυμία τους να αλλάξουν το διοικητικά καταγεγραμμένο φύλο και το όνομά τους στις αρμόδιες υπηρεσίες. Η νομοθεσία αυτή προσφέρει στους πολίτες το δικαίωμα να αλλάξουν την επίσημη ταυτότητά τους χωρίς την ανάγκη ιατρικής ή ψυχολογικής γνωμάτευσης, γεγονός που έχει προκαλέσει αντιδράσεις και εγείρει ζητήματα δικαιοσύνης.
Σύμφωνα με το νόμο, ένας πολίτης μπορεί να υποβάλει αίτηση αλλαγής φύλου και ονόματος κάθε 12 μήνες. Η εφημερίδα BILD φιλοξενεί την εμπειρία του 28χρονου Κάσπερ, ο οποίος υπέβαλε αίτηση αλλαγής φύλου στο ληξιαρχείο του Αμβούργου στις 11 Νοεμβρίου, δηλώνοντας ότι θέλει να καταγραφεί ως γυναίκα με το όνομα “Κλάρα”. Η διαδικασία ήταν απλή: συμπλήρωσε έξι φόρμες, παρουσίασε το πιστοποιητικό γέννησής του και κατέβαλε 35,50 ευρώ. Το ραντεβού για την παραλαβή της νέας ταυτότητας ορίστηκε για τις 13 Φεβρουαρίου. Ο Κάσπερ ωστόσο αναφέρει ότι σκοπεύει να επιστρέψει στην προηγούμενη καταγραφή του ως άνδρας μόλις συμπληρωθεί το απαιτούμενο χρονικό διάστημα, επιδιώκοντας να δοκιμάσει τη διαδικασία.
Μέχρι το τέλος του έτους, πάνω από 4.361 αιτήσεις είχαν κατατεθεί, με το Βερολίνο να κατέχει την πρωτοκαθεδρία, ενώ ακολουθούν η Λειψία, η Κολωνία, το Ντίσελντορφ, η Δρέσδη και η Βρέμη. Παρότι η νέα νομοθεσία προωθεί την ελευθερία της αυτοδιάθεσης, εγείρει παράλληλα ανησυχίες για καταχρηστική εφαρμογή.
Χαρακτηριστική είναι η υπόθεση του Σβεν Λίμπιχ, καταδικασμένου για υποκίνηση μίσους και συκοφαντική δυσφήμηση. Εν αναμονή της έφεσής του, υπέβαλε αίτηση αλλαγής φύλου και ονόματος, δηλώνοντας πλέον ως Μάρλα-Σβένγια Λίμπιχ. Η μετατροπή της ταυτότητάς του εγείρει ερωτήματα για την κράτησή του, καθώς δεν υπάρχει αυτόματος μηχανισμός μεταφοράς σε γυναικεία φυλακή. Εκπρόσωπος της εισαγγελίας τόνισε ότι, παρά την αλλαγή στη διοικητική καταγραφή, το φυσικό πρόσωπο παραμένει το ίδιο και θα πρέπει να εκτίσει την ποινή του.
Η νομοθεσία για την αυτοδιάθεση του φύλου ανοίγει νέους δρόμους για τα δικαιώματα των πολιτών, αλλά παράλληλα απαιτεί προσεκτική διαχείριση για την αποφυγή καταχρήσεων και τη διασφάλιση της ισονομίας.