Σε μια χρονική συγκυρία όπου η αξιοπιστία των θεσμών και η αποτελεσματικότητα του κράτους απασχολούν την κοινή γνώμη περισσότερο από ποτέ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποφασίζει να αγγίξει ένα από τα πιο ριζωμένα και αμφιλεγόμενα ζητήματα του ελληνικού μεταπολιτευτικού κράτους: τη μονιμότητα στο Δημόσιο. Η πρωτοβουλία αυτή, που συμπυκνώνεται στη συζήτηση περί αναθεώρησης του άρθρου 103 του Συντάγματος, συνιστά ένα μεταρρυθμιστικό άλμα – ή ένα πολιτικό ρίσκο, ανάλογα με τη σκοπιά του παρατηρητή.
Το βάθος της τομής
Η πρόταση για την άρση της μονιμότητας σε περιπτώσεις συστηματικής ανεπάρκειας δεν αποτελεί απλώς μία λειτουργική διόρθωση στη δημόσια διοίκηση. Είναι μια πολιτική δήλωση με στόχο τον εξορθολογισμό ενός συστήματος που επί δεκαετίες υπέφερε από αναξιοκρατία, ατιμωρησία και αναπαραγωγή του πελατειακού κράτους. Ο Πρωθυπουργός επιχειρεί να πείσει ότι η Ελλάδα χρειάζεται ένα Δημόσιο που θα ανταποκρίνεται σε μετρήσιμες απαιτήσεις, όχι έναν θύλακα ατιμωρησίας και αυταρχισμού.
Κουλτούρα αξιολόγησης ή μηχανισμός απολύσεων;
Η κυβέρνηση προβάλλει την πρόταση ως αυτονόητη εξέλιξη στο πλαίσιο μιας σύγχρονης και ευρωπαϊκής κρατικής λειτουργίας, ενσωματώνοντας την αξιολόγηση ως εργαλείο ενίσχυσης της λογοδοσίας. Όμως η πρόταση για δυνατότητα απομάκρυνσης μονίμων υπαλλήλων προκαλεί έντονες ενστάσεις.
Η αντιπολίτευση και συνδικαλιστικοί φορείς εκφράζουν τον φόβο πως μπορεί να προκύψει εργαλειακή χρήση του μέτρου, με κριτήρια αδιαφανή, υποκειμενικά ή ακόμη και κομματικά. Ποιος, τελικά, θα κρίνει ποιος είναι «ανεπαρκής» και με ποια εγγύηση αμεροληψίας;
Πολιτικός στόχος το εκλογικό Κέντρο
Η επιλογή Μητσοτάκη να ανακινήσει το συγκεκριμένο θέμα δεν είναι μόνο θεσμική. Έχει και έντονο πολιτικό πρόσημο. Η Νέα Δημοκρατία στοχεύει στο εκλογικό Κέντρο: στους πολίτες που αναζητούν ένα λειτουργικό και λιγότερο σπάταλο κράτος, αλλά δεν εμπιστεύονται άκριτα τις ιδεολογικές συνταγές της παραδοσιακής Δεξιάς.
Σε αυτή τη στρατηγική, ο Πρωθυπουργός καλεί ευθέως το ΠΑΣΟΚ να πάρει θέση. Ο Νίκος Ανδρουλάκης βρίσκεται μπροστά σε δίλημμα: αν στηρίξει την πρόταση, ρισκάρει τη στήριξη παραδοσιακών δημοσίων υπαλλήλων· αν την απορρίψει, κινδυνεύει να χάσει έδαφος σε ένα μεταρρυθμιστικό κοινό που ζητά τομές.
Συνταγματική αναθεώρηση: Αναγκαίες συναινέσεις
Η αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος προϋποθέτει ενισχυμένες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες. Όμως, το πολιτικό κλίμα είναι ήδη φορτισμένο. Η κίνηση της κυβέρνησης ενδέχεται να θεωρηθεί ως μονομερής και επιθετική, ειδικά εάν δεν συνοδευτεί από ευρύτερο διάλογο και θεσμικές εγγυήσεις.
Η πρόκληση για τον Κυριάκο Μητσοτάκη δεν είναι απλώς να αποσπάσει κοινοβουλευτική έγκριση, αλλά να οικοδομήσει εμπιστοσύνη για το πώς θα εφαρμοστεί το νέο πλαίσιο στην πράξη. Η αξιολόγηση χωρίς διαφάνεια κινδυνεύει να μετατραπεί σε εργαλείο φόβου και εξόντωσης, όχι βελτίωσης.
Το δίλημμα: Ηγεμονία ή διχασμός
Η μεταρρύθμιση αυτή συνιστά δοκιμασία πολιτικής ηγεμονίας για τον Πρωθυπουργό. Εάν η κυβέρνηση καταφέρει να οικοδομήσει πλειοψηφικές κοινωνικές και πολιτικές συναινέσεις, να προστατεύσει θεσμικά την αξιολόγηση από αυθαιρεσίες και να συνδέσει τη μεταρρύθμιση με τη βελτίωση της δημόσιας εξυπηρέτησης, τότε μπορεί να κερδίσει ένα στρατηγικό στοίχημα.
Αν όμως η πρωτοβουλία εκληφθεί ως ιδεολογική επίθεση ή εκκαθάριση, τότε ενδέχεται να ενεργοποιήσει αντανακλαστικά άμυνας, να πολώσει και να χάσει το κοινωνικό έρεισμα.



































