Το ελληνικό νομικό σύστημα εξακολουθεί να μην περιλαμβάνει έναν όρο που να αναφέρεται στις γυναικοκτονίες. Το είδαμε και στη δίκη του δολοφόνου της Κυριακής Γρίβα. Η επίσημη θέση, όπως εκφράστηκε από τον αρμόδιο υπουργό Δικαιοσύνης, είναι ότι το ποινικό σύστημα ούτως ή άλλως προστατεύει την ανθρώπινη ύπαρξη, όποιος αφαιρέσει ανθρώπινη ζωή τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη, και δεν «μπορούμε να σχετικοποιήσουμε την έννοια του ανθρώπου μέσα στο ποινικό σύστημα». Μια ματιά στη δημόσια σφαίρα θα βρει αρκετές αρνητικές αναφορές στην έννοια, κυρίως προερχόμενες – καθόλου τυχαία – από άρρενες σχολιαστές, που προσπερνούν την επιχειρηματολογία περί της αναγκαιότητας ενός όρου που πρωτίστως έχει να κάνει με τον εντοπισμό μιας μορφής βίας ειδικά σε βάρος των γυναικών και συνακόλουθα την αποφυγή όρων που λειτουργούσαν απαλλακτικά για τους θύτες όπως π.χ. «έγκλημα πάθους».
Η απουσία ενός όρου από το ποινικό σύστημα δεν αναιρεί οτι γυναικοκτονίες συμβαίνουν. Δηλαδή, δεν αναιρεί την πραγματικότητα της δολοφονικής βίας που υφίστανται σώματα γυναικών, ακριβώς επειδή ήταν σώματα γυναικών. Ένας από τους τόπους που αυτό διαπιστώθηκε πολύ οδυνηρά ήταν η Σιουδάδ Χουαρές, μια πόλη του Μεξικού πολύ κοντά στα σύνορα με τις ΗΠΑ όπου ανάμεσα στο 1993 και τo 2011 καταγράφηκαν εκατοντάδες δολοφονίες γυναικών που περιλάμβαναν πολύ συχνά απαγωγές, σεξουαλική βία και βασανιστήρια. Η συνειδητοποίηση της κλίμακας των γυναικοκτονιών σε αυτή την περιοχή συνέβαλε αποφασιστικά στο να κατοχυρωθεί η χρήση του όρου «γυναικοκτονία» στο Μεξικό και στη Λατινική Αμερική.
Η Αργεντίνα Ρίτα Λάουρα Σεγάτο, μια από τις πιο γνωστές φεμινίστριες ανθρωπολόγους της Λατινικής Αμερικής, ήταν από αυτές που μελέτησαν τις γυναικοκτονίες στη Σιουδάδ Χουαρές. Το κείμενό της «Η γραφή στα σώματα των δολοφονημένων γυναικών της Σιουδάδ Χουαρές», που κυκλοφόρησε το 2006, είναι πλέον διαθέσιμο στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πότλατς, σε μετάφραση της Κωνσταντίνας Μπούσμπουρα και του Κίμωνα Σχινά και γλωσσική επιμέλεια της Λένα Κοψαχείλη. Η έκδοση συνοδεύεται μάλιστα ένα επίμετρο της Ζυλ Φαλκέ με τίτλο «Οι γυναικοκτονίες της Σιουδάδ Χουαρές και η ανασύνθεση της βίας».

Για τη Σεγάτο ο βιασμός αποσκοπεί στην εκμηδένιση της βούλησης του θύματος, συνδυάζοντας τη φυσική και ηθική υποταγή, μια μορφή κυριαρχίας που εξηγεί γιατί ο βιασμός είναι μια μορφή βίας που προσομοιάζει στα βασανιστήρια. Επισημαίνει ότι έχουμε να κάνουμε με μια βία που έχει εκφραστική και όχι εργαλειακή διάσταση. Ο βιασμός είναι για τη Σεγάτο ένα εκφώνημα που σχετίζεται με την επίτευξη ενός καθεστώτος αρρενωπότητας μέσα από μια τελετουργία απόσπασης υποταγής, άρα προκύπτει ως έγκλημα από μια κοινωνική επιταγή που πηγάζει από τη δομή του φύλου. Η Σεγάτο επεκτείνει αυτή τη προσέγγιση όταν μελετά τις γυναικοκτονίεςτης Σιουδάδ Χουαρές. Υποστηρίζει ότι πίσω από τα εγκλήματα στην Σιουδάδ Χουαρές βρίσκονται καταναγκασμοί και ακραίες απαιτήσεις ώστε να περάσει κανείς ένα κατώφλι και να ανήκει σε μια κατηγορία ανδρών, απέναντι στην αδελφότητα της μαφίας, στους ανταγωνιστές, και στις αστυνομικές αρχές, τοπικές και ομοσπονδιακές.
Η Σεγάτο προσθέτει μερικές ακόμη παραμέτρους. Η τοποθεσία όπου λαμβάνουν χώρα οι γυναικοκτονίες είναι ένα σύνορο, όπου η σιωπή αποτελεί το προαπαιτούμενο των δραστηριοτήτων, ένα σύνορο που διαχωρίζει δύο χώρες αλλά και επιτρέπει εκτεταμένες οικονομικές συναλλαγές, τόσο τυπικά νόμιμες, την αξιοποίηση της φτηνής εργασίας νότια του συνόρου για τη αυξημένα κέρδη βόρεια των συνόρων, όσο και το εκτεταμένο εμπόριο ναρκωτικών αλλά και σωμάτων. Η πρώτη πρόθεση των δραστών είναι να επισφραγίσουν την ομαδική συνενοχή τους στα ειδεχθή εγκλήματα άρα και την αφοσίωσή τους στις συμμορίες. Με αυτή την επίδειξη βαναυσότητας το οργανωμένο έγκλημα στη Σιουδάδ Χουαρές μετατρέπει τον ολοκληρωτικό έλεγχο στην περιοχή σε θέαμα: «η γλώσσα της γυναικοκτονίας χρησιμοποιεί το γυναικείο σώμα ως σημαίνον για να δείξει με αυτόν τον τρόπο ότι μπορεί να θυσιαστεί για χάρη […] ενός συλλογικού αγαθού όπως η συγκρότηση της μαφιόζικης αδελφότητας».
Σε αυτή τη βάση προτείνει έναν ορισμό της γυναικοκτονίας: «Είναι η δολοφονία των γυναικών εν γένει, ενός συγκεκριμένου τύπου γυναίκας, η δολοφονία που διαπράττεται απλώς επειδή κάποια είναι γυναίκα και επειδή ανήκει σε αυτόν τον τύπο, με τον ίδιο τρόπο που η γενοκτονία είναι μια γενικευμένη και θανατηφόρα επίθεση εναντίων εκείνων που ανήκουν στην ίδια εθνική “φυλετική”, γλωσσική, θρησκευτική ή ιδεολογική ομάδα. Και τα δύο εγκλήματα στοχεύουν σε μια κατηγορία, όχι σε ένα συγκεκριμένο υποκείμενο». Όλα αυτά επιτείνονται από το ότι συμβαίνουν σε μια συνοριακή ζώνη, στο επίκεντρο ενός παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού, που αποσταθεροποιεί τη λειτουργία του κράτους, διαμορφώνοντας το πεδίο ατιμωρησίας για έναν τοπικό ολοκληρωτισμό, έναν «οπισθοδρομικό συνδυασμό μεταμοντερνισμού και φεουδαρχίας, όπου το γυναικείο σώμα προσαρτάται στην εδαφική κυριαρχία», με αποτέλεσμα τα εγκλήματα του «παράλληλου κράτους» να είναι πιο κοντά στα εγκλήματα του κράτους ή κατά της ανθρωπότητας, και να συνδέονται με ευρύτερες ιστορίες κρατικής και παρακρατικής βίας.

Η Ρίτα-Λάουρα Σεγάτο
Όπως υπογραμμίζει η Φαλκέ στο επίμετρο «πρόκειται για ένα καινούργιο είδος γλώσσας του τρόμου, της εξουσίας και του ελέγχου της επικράτειας, που προέρχεται από τις παραμεθόριες εμβληματικές ζώνες της παγκοσμιοποίησης» και που έχει να κάνει και με μια συνολικότερη προσπάθεια να παραμείνουν οι γυναίκες σε υποτελή θέση. Κατά συνέπεια μπορούμε να δούμε τις γυναικοκτονίες «ως μια στρατηγική που αποσκοπεί στο να ξαναστείλει στο σπίτι όσες γυναίκες ρισκάρουν να βγουν στην αγορά εργασίας, καθιστώντας όσες απομένουν εκεί όσο πιο “πειθήνιες” γίνεται», στο πλαίσιο ενός παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού που θέλει να κατευθύνει τις προλεταριοποιημένες και φυλετικοποιημένες γυναίκες στην αγορά εργασίας και ταυτόχρονα να τις αναγκάσει να εξασφαλίσουν την κοινωνική αναπαραγωγή του εργατικού δυναμικού.
Στον επίλογο του κειμένου της η Σεγάτο αναρωτιέται εάν και σε ποιο βαθμό θα ήταν όχι μόνο εφικτή η ειρήνη αλλά και η δικαιοσύνη για όλα αυτά τα θύματα. Όμως, όπως σημειώνει η μακρά περίοδος ατιμωρησίας «φανερώνει ότι τα εγκλήματα στη Σιουδάδ Χουαρές είναι εγκλήματα της εξουσίας και, κατά συνέπεια, ίσως, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να διαπραγματευτούμε την παύση και το τέλος τους». Περίπου αυτό που συνέβη…



































