Ο Γιώργος Καπουτζίδης δεν χρειάζεται συστάσεις. Είναι ένας από τους πιο ευφυείς δημιουργούς της ελληνικής τηλεόρασης, που εδώ και χρόνια παντρεύει το χιούμορ με την ευαισθησία, και τη σάτιρα με την ανθρωπιά. Από το «Παρά Πέντε» μέχρι τις «Σέρρες», ξέρει να μιλά για όσα οι άλλοι αποφεύγουν, πάντα με τρόπο που αγγίζει χωρίς να προσβάλλει.
Του Βασίλη Σπαντούρου

Πρόσφατα, ένα μικρό βιντεάκι από τη σειρά «Σέρρες» έγινε viral. Στο σκετς αυτό, η περίφημη “θεία Σταματίνα”, με την αθωότητα και την αφέλειά της, επιχειρεί να προφέρει τη λέξη ΛΟΑΤΚΙ — και φυσικά τη μπερδεύει, δημιουργώντας τη δική της εκδοχή, «Ι.Κ.Τ.Ο.Λ.Α.». Ένας πανέξυπνος τρόπος να ειπωθεί μια μεγάλη αλήθεια. Πόσο εύκολα μπορεί η κοινωνία να μπλέκεται με τις ταμπέλες, ενώ στην ουσία όλα είναι πολύ πιο απλά.
Το σκετς, με τη γνώριμη ευρηματικότητα του Καπουτζίδη, έγινε αμέσως αντικείμενο συζήτησης. Επαινέθηκε, μοιράστηκε, σχολιάστηκε — και, όπως πάντα, προκάλεσε αντιδράσεις. Κάποιοι το θεώρησαν αστείο, κάποιοι συγκινητικό, κάποιοι υπερβολικό. Όμως το ερώτημα παραμένει:
Γιατί κάθε φορά τόσος θόρυβος;
Από την αποδοχή στην υπερπροβολή
Ο όρος ΛΟΑΤΚΙ (Λεσβία, Ομοφυλόφιλος, Αμφιφυλόφιλος, Τρανς, Κουίρ, Ίντερσεξ) γεννήθηκε με σκοπό να συμπεριλάβει, να ενώσει, να δώσει φωνή και ορατότητα σε ανθρώπους που για χρόνια αντιμετώπιζαν διακρίσεις. Κανείς δεν αμφισβητεί το δικαίωμα του καθενός να είναι ο εαυτός του και να ζει όπως επιθυμεί.
Όμως κάπου στην πορεία, η ισορροπία χάθηκε. Από την ανάγκη για κατανόηση και ισότητα, περάσαμε σε μια υπερπροβολή, σε μια υπερέκφραση που μοιάζει να κάνει περισσότερο θόρυβο απ’ όση ουσία προσφέρει.
Η συνεχής προβολή, οι καμπάνιες, οι δηλώσεις, τα hashtags, τα σποτ, οι εκδηλώσεις — όλα αυτά, ενώ ξεκίνησαν με καλές προθέσεις, πολλές φορές οδηγούν στο αντίθετο αποτέλεσμα,
εκεί που υπήρχε αποδοχή, δημιουργείται απόσταση.
Η πλειοψηφία της κοινωνίας δεν είχε ποτέ να χωρίσει κάτι. Δεν υπήρχε “εμείς και αυτοί”. Κανείς δεν ένιωθε την ανάγκη να εξηγήσει ότι «δεν έχει πρόβλημα» — γιατί απλώς δεν είχε.
Κι όμως, τα τελευταία χρόνια, κάποιοι που προσπαθούν να υπερασπιστούν τη διαφορετικότητά τους, το κάνουν τόσο έντονα που τελικά είναι οι ίδιοι που μας θεωρούν διαφορετικούς.
Εκείνοι που ζητούν αποδοχή, συχνά μας κοιτούν πια ως “τους άλλους”.
Και κάπως έτσι, το χάσμα που δεν υπήρχε, γεννήθηκε.
Οι «Σέρρες» και το καθρέφτισμα της κοινωνίας
Η σειρά «Σέρρες» είναι μια ευαίσθητη, ανθρώπινη ιστορία για έναν πατέρα και έναν γιο. Δεν είναι μια σειρά «για γκέι», είναι μια σειρά για ανθρώπους. Μιλά για τη συγχώρεση, την κατανόηση, τη σχέση των γενεών.
Κι όμως, κάθε φορά που ο Καπουτζίδης μιλά για αυτά τα ζητήματα, ξεσπά θόρυβος.
Η ίδια κοινωνία που γέλασε και συγκινήθηκε με τις “Σέρρες”, είναι η κοινωνία που —αν τη ρωτήσεις— δεν έχει κανένα πρόβλημα με τη διαφορετικότητα.
Αλλά όταν αυτή η διαφορετικότητα γίνεται σύνθημα, πανό, διαρκής υπενθύμιση, τότε χάνει τη φυσικότητά της.
Η πραγματική αποδοχή δεν χρειάζεται μικρόφωνα, φώτα και εξηγήσεις.
Χρειάζεται σιωπή, απλότητα και σεβασμό.
Τι μένει στο τέλος
Ο Γιώργος Καπουτζίδης, με το ταλέντο και την ευαισθησία του, καταφέρνει να ανοίγει συζητήσεις που χρειάζονται. Όμως ο δημόσιος διάλογος που ακολουθεί συχνά παραμορφώνει το μήνυμα. Δεν είναι το πρόβλημα η διαφορετικότητα, αλλά ο τρόπος που παρουσιάζεται.
Η ισότητα δεν κατακτάται με θόρυβο, αλλά με κανονικότητα.
Όσο πιο πολύ μιλάμε για το αυτονόητο, τόσο πιο δύσκολο γίνεται να το δούμε ως αυτονόητο.
Δεν είχαμε ποτέ να χωρίσουμε τίποτα.
Απλώς, κάποιοι ξεκίνησαν να μας χωρίζουν.
Κι αν πραγματικά θέλουμε μια κοινωνία χωρίς ταμπέλες, τότε ίσως είναι ώρα να σταματήσουμε να τις προφέρουμε — είτε σωστά, είτε… όπως η θεία Σταματίνα.



































