«Το όνομά μου είναι Ζόε Χόλοχαν και αυτή είναι η ιστορία του προσωπικού μου άθλου. Πώς, ενάντια σε όλες τις πιθανότητες, επέζησα για να πω την ιστορία μου». Ετσι γράφει στον πρόλογο του βιβλίου της «As the smoke clears» (Οταν διαλύθηκε ο καπνός) η Ιρλανδή Χόλοχαν. Στις 354 σελίδες εξιστορεί το πριν και το μετά της ημέρας που άλλαξε για πάντα η ζωή της. Την 23η Ιουλίου 2018. Γράφει για την άνιση μάχη με τις φλόγες, την απώλεια και το βαθύ τραύμα που της άφησε, τη δύσκολη αποκατάσταση αλλά και τον αγώνα της για να αποδοθεί δικαιοσύνη. Η «Κ» παρουσιάζει αποκλειστικά το συγκλονιστικό βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε.
Η Ζόε με τον σύζυγό της, Μπράιαν, γνωρίστηκαν το 2014. Πάντα αστειεύονταν πως το πρώτο τους ραντεβού ήταν «3 σε 1». Είχαν βρεθεί για καφέ αλλά περνούσαν τόσο καλά που έκατσαν για μεσημεριανό και συνέχισαν ακάθεκτοι βγαίνοντας για δείπνο το ίδιο βράδυ. Εκτοτε ήταν αχώριστοι. Συγκατοίκησαν γρήγορα, απέκτησαν κοινές παρέες, ταξίδεψαν, έκαναν όνειρα για το μέλλον. Ο γάμος τους, στις 19 Ιουλίου 2018, ήταν μια ολοήμερη γιορτή με καλούς φίλους και μουσική. Την Ελλάδα ως προορισμό για τον μήνα του μέλιτος την επέλεξε η Ζόε. Λάτρευε τη μυθολογία, την αρχαία ιστορία και, παρότι ο Μπράιαν δεν άντεχε τη ζέστη, τον έπεισε πως θα μπορούσαν να συνδυάσουν θάλασσα με βόλτες στην Αθήνα. Εφθασαν στο Μάτι το Σάββατο 21 Ιουλίου και η ιδιοκτήτρια της βίλας που είχαν νοικιάσει τους καλωσόρισε με έναν σπιτικό μουσακά. Δύο ημέρες αργότερα, τη Δευτέρα 23 Ιουλίου, ξύπνησαν σχετικά αργά. Εκανε φριχτή ζεστή και αποφάσισαν να μείνουν στο σπίτι. Ο Μπράιαν έφτιαξε πρωινό, έκαναν μπάνιο στην πισίνα, έκαναν έρωτα και τους πήρε ο ύπνος…
Το επόμενο που θυμάται ήταν να ξυπνάει από τις φωνές του πως έπρεπε να ντυθεί γρήγορα. Πως κινδύνευαν. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και αμέσως ένιωσε να την πλακώνει ένα κύμα καυτού αέρα. Από τα παράθυρα είδε τη φωτιά να πλησιάζει. Πανικόβλητη ντύθηκε και έβαλε σε μια τσάντα τα διαβατήριά τους και κάποια χρήματα. Το ηλεκτρικό είχε πέσει και ο Μπράιαν προσπαθούσε απεγνωσμένα να ανοίξει χειροκίνητα την γκαραζόπορτα για να διαφύγουν με το αυτοκίνητό τους. Η φωτιά όμως πλησίαζε απειλητικά και ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει. «Ή θα μέναμε εκεί και θα καιγόμασταν ή θα προσπαθούσαμε να φύγουμε με τα πόδια», γράφει. Ούτε που θυμάται πώς κατάφεραν να πηδήξουν την τριών μέτρων μάντρα. Φορούσε σανδάλια και πέφτοντας μετατοπίστηκε το γόνατό της. «Σαν μικρό παιδί, εκλιπαρούσα τον Μπράιαν να μου πει πως θα τα καταφέρναμε. Με πήρε από το χέρι, με κοίταξε και μου είπε να μην ανησυχώ».
Ξεκίνησαν να τρέχουν αλλά έπεσαν πάνω στη φωτιά. Αλλαξαν κατεύθυνση ελπίζοντας να βρεθούν στη θάλασσα. Μια παρέα όμως που ερχόταν από εκεί τους είπε πως ο δρόμος είχε κλείσει από φλεγόμενα δέντρα. Από τους καπνούς είχε πλέον σκοτεινιάσει τελείως και με δυσκολία ανέπνεαν, φλεγόμενα αντικείμενα στροβιλίζονταν γύρω τους. Ηταν περικυκλωμένοι και εγκλωβισμένοι σε έναν ζωντανό εφιάλτη. Ξαφνικά η Ζόε συνειδητοποίησε πως το λευκό φόρεμά της είχε πάρει φωτιά. Αρχισε να ουρλιάζει και ο Μπράιαν γονάτισε και με τα χέρια του προσπαθούσε να τη σβήσει. «Ηθελα να βάλω τα κλάματα και να τα παρατήσω, αλλά ήξερα πως δεν υπήρχε χρόνος. Επρεπε να συνεχίσουμε», γράφει.
Ξαφνικά είδαν μπροστά τους τέσσερα παιδιά. Το ένα ήταν τόσο μικρό που φορούσε πάνα, στεκόταν στη μέση του δρόμου και έκλαιγε. Ετρεξαν να τα βοηθήσουν και τότε είδαν ένα αυτοκίνητο. Διέκριναν πως είχε ήδη μέσα επιβάτες αλλά έκαναν απεγνωσμένα νοήματα για να τους πάρουν μαζί. Με το που σταμάτησε, έβαλαν πρώτα μέσα τα παιδιά αλλά πλέον δεν είχε άλλο χώρο. «Στο πορτ-μπαγκάζ!» φώναξε η Ζόε. Ηταν η μόνη, ύστατη ελπίδα για σωτηρία. Προσπάθησαν με δυσκολία να χωρέσουν, κουλουριάστηκαν και άφησαν ανοιχτό το καπό. Ο οδηγός ξεκίνησε και διαρκώς ανέβαζε ταχύτητα. Οι φλόγες όλο και πλησίαζαν. Προσπαθούσαν και οι δύο να κρατηθούν για να μην πέσουν στον δρόμο, αλλά ο πόνος που ένιωθε η Ζόε γινόταν όλο και πιο έντονος. Ολο της το σώμα σιγοκαιγόταν, ο Μπράιαν προσπαθούσε μάταια να την καθησυχάσει και με τα χέρια του να βγάλει τις καύτρες από το σώμα της. Και ξαφνικά το αυτοκίνητο ακινητοποιήθηκε.
Είχε πέσει πάνω σε ένα δέντρο και ένα φλεγόμενο κλαδί είχε πέσει πάνω στον Μπράιαν. Εκείνος προσπάθησε να το απομακρύνει αλλά δεν πρόλαβε. Επιασε ολόκληρος φωτιά και έπεσε από το πορτμπαγκάζ. Η Ζόε ουρλιάζοντας προσπάθησε να τον κρατήσει κοντά της. Σε δευτερόλεπτα τον είδε να χάνεται μέσα στις φλόγες. «Δεν υπήρχε τίποτα πια να κάνω, όλα είχαν τελειώσει. Εκλεισα τα μάτια μου, ένιωθα όλο το κορμί μου να καίγεται και απλώς περίμενα το τέλος μου».
Το θαύμα της διάσωσης και ο Γολγοθάς της αποκατάστασης
To επόμενο πράγμα που θυμάται ήταν η σκιά κάποιου να την κοιτάζει. Αργότερα θα μάθει το όνομά του. Είναι ο Μάνος Τσαλιαγκός, εθελοντής πυροσβέστης. Οταν τη βρήκε μέσα στο πορτμπαγκάζ, ανάμεσα στα κάρβουνα, θεώρησε πως είναι νεκρή – και θα ήταν εάν δεν την είχε βρει εκείνη την ώρα. Πριν όμως την προσπεράσει για να συνεχίσει τις διασώσεις, είδε να ανοιγοκλείνει το δεξί της μάτι και έτσι σώθηκε. Δεν μιλούσε αγγλικά αλλά προσπάθησε να την ηρεμήσει. Το ρούχο της είχε γίνει ένα με το δέρμα της και με μπουκαλάκια νερού προσπάθησε να σβήσει τη φωτιά που ακόμα έκαιγε το σώμα της.
Μεταφέρθηκε στον Ευαγγελισμό αλλά για 12 ώρες ήταν σε ένα ράντζο χωρίς καμία φροντίδα, ούτε καν παυσίπονα. Οταν με την άκρη του ματιού της είδε σε έναν καθρέπτη την αντανάκλασή της τρόμαξε. Ηταν αγνώριστη. Εκείνες τις ώρες, ένιωσε ξανά το ίδιο συναίσθημα που είχε στη φωτιά – πως θα πέθαινε. Πλέον όμως αυτή η σκέψη έμοιαζε λυτρωτική. Δεν ξέρει εάν την είχε πάρει ο ύπνος ή εάν είχε χάσει τις αισθήσεις της, αλλά ξύπνησε από δυο γυναίκες που φώναζαν το όνομά της. Ηταν από την ιρλανδική πρεσβεία, είχαν μάθει τι είχε συμβεί και έτρεξαν να βοηθήσουν. Μέσα σε λίγη ώρα τη μετέφεραν σε ένα ιδιωτικό νοσοκομείο.
Στο «Μητέρα» θα μείνει ένα μήνα. Είχε αφόρητους πόνους, αϋπνίες από τον φόβο για τους άγριους εφιάλτες που έβλεπε, κρίσεις πανικού όταν πίστεψε πως η μνήμη της μπορεί να την ξεγέλασε και ο Μπράιαν τελικά να είχε σωθεί. Εζησε στιγμές απόγνωσης όταν έμαθε πως ο πολυαγαπημένος πατέρας της πέθανε, καταβεβλημένος από μια αρρώστια αλλά και από τη στενοχώρια του. Παρά τις πολλές δυσκολίες όμως, εκεί θα νιώσει ξανά ασφαλής. «Σαν να ήμουν σε κουκούλι», γράφει χρησιμοποιώντας την ελληνική λέξη. Θα υποβληθεί με επιτυχία σε επτά δύσκολες επεμβάσεις, θα μάθει να στέκεται όρθια και θα κάνει τα πρώτα της βήματα. Στο βιβλίο αφιερώνει 12 κεφάλαια για εκείνη την περίοδο, θέλοντας να συμπεριλάβει ιστορίες απίστευτης φροντίδας για τις οποίες νιώθει ευγνωμοσύνη: τον κ. Μούτογλη, πλαστικό χειρουργό που κάθε βράδυ όσο κουρασμένος και εάν ήταν περνούσε να τη δει, τις νοσοκόμες που της μαγείρεψαν όταν είχε χάσει τελείως την όρεξή της και την περιποιούνταν σαν να ήταν δικός τους άνθρωπος, τον φυσιοθεραπευτή που με το χιούμορ του κατάφερνε να την κάνει να γελάσει και τον ψυχίατρο στον οποίο δειλά ξεκίνησε να μιλάει για την τραυματική εμπειρία που έζησε.
Οταν η ασφαλιστική εταιρεία τής ανακοίνωσε πως είχε έρθει η ώρα να επιστρέψει σε νοσοκομείο της χώρας της, εκείνη κατέρρευσε. «Ηξερα πως κάποια στιγμή θα έπρεπε να αντιμετωπίσω τη ζωή μου χωρίς τον Μπράιαν και τον πατέρα μου, αλλά δεν ήμουν σε καμία περίπτωση έτοιμη», γράφει. Οι Ελληνες γιατροί ανησύχησαν με την αντίδρασή της και επικοινώνησαν με τον ασφαλιστή εξηγώντας πως ήταν ακόμα σε κρίσιμη κατάσταση, πως ένα ταξίδι μπορεί να ήταν επικίνδυνο. Ηταν τέτοια η έγνοια τους που έκαναν εκ μέρους του νοσοκομείου μια ιδιαίτερα γενναιόδωρη πρόταση: Να μείνει 12 εβδομάδες ακόμα χωρίς καμία χρέωση. Από την ασφαλιστική όμως της εξήγησαν πως το ιδιωτικό αεροπλάνο και η νοσοκομειακή θέση μπορεί να μην ήταν διαθέσιμα σε 12 εβδομάδες. Ετσι, στις 23 Αυγούστου, ακριβώς ένα μήνα μετά τη φωτιά, όλη η ομάδα του «Μητέρα» είχε στοιχηθεί στον διάδρομο και κλαίγοντας τους αποχαιρέτησε. Οταν μπήκε στο αεροπλάνο ένιωσε απίστευτη κούραση και αποκοιμήθηκε. Δεν μπορούσε να φανταστεί όμως πως εκείνη την ώρα ο οργανισμός της δεχόταν επίθεση από ένα σπάνιο σύνδρομο και θα κινδύνευε περισσότερο από ποτέ.
Είχε πάθει τοξική επιδερμική νεκρόλυση και ο οργανισμός της είχε μπει σε διαδικασία σήψης. Με το που έφτασε στη χώρα της, μπήκε κατευθείαν στην εντατική. Ενας αγώνας δρόμου ξεκινούσε για να βρουν το κοκτέιλ αντιβιοτικών που θα μπορούσε να τη σώσει. «Ηταν σαν ρώσικη ρουλέτα. Χωρίς αντιβιοτικά δεν θα επιβίωνα, αλλά μια λάθος μείξη θα με σκότωνε», εξηγεί. Οταν την ξυπνούν από το κώμα, ξεκινάει από το μηδέν: Για να περπατήσει ξανά, να φάει (έχει πλέον τραχειοτομή), έχει ξαναχάσει τα λίγα μαλλιά που της είχαν απομείνει και το δέρμα της έχει υποστεί ξανά εγκαύματα. Οι θεραπείες αποκατάστασης είναι και πάλι εξοντωτικές.
Επίσκεψη στο σπίτι
Τέλη Οκτωβρίου θα της ζητήσουν για πρώτη φορά να επιχειρήσει μια μικρή βόλτα εκτός νοσοκομείου. «Μου φαινόταν αδιανόητο. Κάποιοι θεωρούσαν πως ήμουν ιδρυματοποιημένη, αλλά βασικά ήμουν τρομοκρατημένη», γράφει. Οταν τελικά θα το κάνει, παθαίνει μια κρίση πανικού και επιστρέφει υποβασταζόμενη. Ο επόμενος δύσκολος στόχος ήταν να πάει στο σπίτι της έστω για λίγες ώρες. Στη διαδρομή η καρδιά της ένιωθε πως θα σπάσει. Την τελευταία φορά που έκλεινε την πόρτα πίσω της ξεκινούσε ευτυχισμένη για τον μήνα του μέλιτος. Τώρα όμως, ήταν πλέον μόνη και παντού υπήρχαν σημάδια της παλιάς τους ζωής. Το νυφικό, τα δώρα του γάμου, τα αντικείμενα και τα ρούχα του Μπράιαν που ακόμα είχαν τη μυρωδιά του.
Η επόμενη ημέρα
Ακόμα και όταν τελικά θα πάρει εξιτήριο –επτά μήνες μετά τη φωτιά– θα συνεχίσει τις θεραπείες. Ο δρόμος για πλήρη αποκατάσταση είναι μακρύς. Παράλληλα καλείται να αντιμετωπίσει και ένα σωρό εκκρεμότητες που είχε αγνοήσει. Οικονομικά και γραφειοκρατικά θέματα αλλά και μια δύσκολη απόφαση: το εάν θα κινηθεί και εκείνη δικαστικά μαζί με τις άλλες οικογένειες των θυμάτων.
«Συνειδητοποίησα πως ο μόνος τρόπος να πάρω τις απαντήσεις που χρειάζομαι για το τι συνέβη είναι να επιστρέψω στην Ελλάδα για τη δίκη», εξηγεί. Δεν την ενδιέφερε το οικονομικό, όμως η επίσημη έρευνα είχε ήδη εντοπίσει εγκληματικά λάθη και παραλείψεις που είχαν σαφώς οδηγήσει στον θάνατο του αγαπημένου της και άλλων 101 ανθρώπων και θεωρούσε πως είναι σημαντικό να αποδοθεί δικαιοσύνη. Ενιωθε επίσης καθήκον της να αγωνιστεί για τη μνήμη του Μπράιαν που έσωσε τα τέσσερα μικρά παιδιά, να ακουστεί πως η φωτιά δεν σκότωσε μόνο εκείνον αλλά και τη δική της ζωή, όπως την ήξερε. Των οικογενειών τους, των αδελφικών φίλων τους.
Τέλη του 2019 ταξίδεψε ξανά στην Ελλάδα, για να καταθέσει στον ανακριτή Αθανάσιο Μαρνέρη. Ηταν μια επίπονη διαδικασία που κράτησε ώρες. Ακόμα και η μεταφράστρια πολλές στιγμές τής έπιανε το χέρι δίνοντάς της κουράγιο. Οταν βγήκαν από την αίθουσα, ο ανακριτής την αγκάλιασε και της μίλησε ζεστά. Επιστρέφοντας στη χώρα της, ένιωσε μια πρωτόγνωρη ανακούφιση. Ηταν τότε που πήρε την απόφαση να γράψει το βιβλίο. Στη συνομιλία της με την «Κ» δεν θέλησε να σχολιάσει τις δικαστικές εξελίξεις και τις τρεις απορρίψεις στο αίτημα του ανακριτή για αναβάθμιση της κατηγορίας από πλημμέλημα σε κακούργημα. Ελπίζει όμως πως με αυτό το βιβλίο θα βοηθήσει και εκείνη ώστε να μην γίνει αυτό που κάποιοι προφανώς προσπαθούν. «Δεν πρέπει με τίποτα να αφήσουμε να ξεχαστεί η 23η Ιουλίου», καταλήγει.