Με απόφασή του το Ειρηνοδικείο Αθηνών απέρριψε αίτηση για την υπαγωγή στις διατάξεις του Νόμου 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, κρίνοντας ότι η αιτούσα προχώρησε σε “ανειλικρινή δήλωση” σχετικά με την οικονομική της κατάστασης, καθώς αποσιώπησε δολίως τη βελτίωση του οικογενειακού εισοδήματός της.
Το στοιχείο που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην προκειμένη περίπτωση είναι πως το δικαστήριο, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του, έλαβε υπόψη δημόσιες αναρτήσεις φωτογραφιών της αιτούσας στο Facebook, στις οποίες αναφέρεται τόσο ο τόπος διαμονής με τον σύζυγό της (Λονδίνο) όσο και η εταιρεία στην οποία εργάζεται.
Όπως αναφέρεται στο lawspot.gr , η αιτούσα εκθέτει ότι από το 2013 δεν έχει κανένα εισόδημα και ο σύζυγος της, ως ελεύθερος επαγγελματίας, έχει μηνιαίο εισόδημα που δεν ξεπερνά τα 660 ευρώ, ενώ με υπεύθυνη δήλωση της το 2016, στα πλαίσια της επικαιροποίησης των σχετικών – εγγράφων της, δηλώνει ότι η κατάσταση της περιουσίας, των μεταβιβάσεων και των εισοδημάτων της ιδίας και του συζύγου της είναι πλήρης και ορθή.
«Πλην όμως, η αιτούσα, με την ως άνω υπεύθυνη δήλωση έχει παραβιάσει την επιβαλλόμενη από την διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του ν. 3869/2010 υποχρέωση ειλικρίνειας, αποσιωπώντας την αλήθεια ως προς την βελτίωση του εισοδήματος τόσο της ιδίας όσο και του συζύγου της, καθώς από το έτος 2015 διαμένουν και εργάζονται στο Λονδίνο του Ηνωμένου Βασιλείου (βλ. δημόσιες αναρτήσεις φωτογραφιών της στον ιστότοπο κοινωνικής δικτύωσης «facebook» το έτος 2015, καθώς και σε διαφορετικές ημερομηνίες σε διάφορα σημεία της πρωτεύουσας του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου αναφέρει ότι διαμένει, το έτος 2017 όπου αναφέρει η αιτούσα ότι εργάζεται στο Λονδίνο, καθώς και τον Αύγούστοο 2018 όπου αναφέρει ότι εργάζεται σε ανταλλακτήριο με την επωνυμία …. που εδρεύει στο Λονδίνο)».
Το δικαστήριο σημείωσε ότι οι φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση που προσκομίζεται ως αποδεικτικό μέσο σε πολιτική δίκη και αφορά σε ιδιωτική επαφή και συνομιλία εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση ενός εκ των συμμετεχόντων, καθίσταται απαράδεκτο αποδεικτικό μέσο.
Τέτοια απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα, τα οποία δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν στα πλαίσια της δίκης, αποτελούν και οι εκτυπώσεις που αποτυπώνουν αναρτήσεις στις οποίες προέβη κάποιος χρήστης στο «προφίλ» του στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης «facebook» ώστε να είναι ορατές μόνο από τους «φίλους» του στο συγκεκριμένο μέσο κοινωνικής δικτύωσης.
Ωστόσο, το δικαστήριο τονίζει πως όταν η ιδιωτική ζωή έχει ευρέως δημοσιοποιηθεί παύει να είναι άξια προστασίας από τον νόμο περί προστασίας προσωπικών δεδομένων, καθώς «όταν τα δεδομένα του ατόμου είναι γνωστά σε ένα σχετικά μεγάλο αριθμό προσώπων ή μπορούν να γίνουν από αυτούς εύκολα αντιληπτά και θεωρούνται εξακριβωμένα, τότε δεν προσβάλλεται το δικαίωμα για πληροφορική αυτοδιάθεση και στην ιδιωτική ζωή».
Σύμφωνα με την απόφαση, στην περίπτωση Facebook, ο χρήστης έχει τη δυνατότητα να προβεί σε ρυθμίσεις ιδιωτικότητας στο προφίλ του, εάν επιθυμεί να περιορίσει τον κύκλο των προσώπων που έχουν πρόσβαση σε αυτό, στις φωτογραφίες του και γενικότερα στις αναρτήσεις του, δηλαδή να προβεί σε ρυθμίσεις περιορισμού προσβάσεως στις πληροφορίες του.
«Ακόμη όμως, έχει τη δυνατότητα να καταστήσει δημόσια κι ελεύθερα προσβάσιμα σε όλους (ακόμη και σε χρήστες του διαδικτύου που δεν έχουν λογαριασμό στο «facebook») τα στοιχεία αυτά, με την καταχώρισή τους στον εν λόγω ιστότοπο χωρίς ρυθμίσεις ασφαλείας. Πληροφορίες, όμως, οι οποίες αναρτώνται από το υποκείμενο των δεδομένων σε δημόσια πρόσβαση στο διαδίκτυο δεν συνιστούν προσωπικό δεδομένο και δεν εμπίπτουν στις προστατευτικές διατάξεις του Ν. 2472/1997», αναφέρει χαρακτηριστικά η απόφαση.
Ευχαριστούμε τον δικηγόρο κύριο Κωνσταντίνο Μπίτσιο για την αποστολή της απόφασης.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση ΕιρΑΘ 5551/2019