Με καταθέσεις συγγενών νεκρών της φονικής φωτιάς στο Μάτι συνεχίζεται η δίκη για την εθνική τραγωδία του 2018. Μάρτυρας περιέγραψε πως μετέφερε μαζί με τη μητέρα της, τη σορό του ιερέα πατέρα της, μέσα στη θάλασσα και μέχρι να φτάσουν με καΐκι στο λιμάνι της Ραφήνα.
Ο μάρτυρας στη δίκη για τη φωτιά στο Μάτι περιέγραψε τις συγκλονιστικές στιγμές που έζησε στην πολύνεκρη τραγωδία του καλοκαιριού του 2018. «Ήμασταν μέσα στη θάλασσα, όλοι μαζί, γαντζωμένοι. Είχε θαλασσοταραχή. Πίναμε νερό. Εγώ ήμουν σαν μηχανή σε λειτουργία επιβίωσης. Η μητέρα μου και ο πατέρας προσευχόντουσαν. Καθίσαμε περίπου μία ώρα στο νερό μέχρι που δεν άντεξε ο πατέρας μου» τόνισε η μάρτυρας, Ελένη Παπαποστόλου, της οποίας η οικογένεια όπως είπε έχει επί σχεδόν έναν αιώνα περιουσία στο Μάτι.
«Εμείς η οικογένεια της μητέρας μου ο προπάππους μου είχε αγοράσει ένα αγροτεμάχιο. Θα κλείσουμε έναν αιώνα στο Μάτι. Εγώ, η μητέρα, η γιαγιά μου παραθερίζαμε εκεί. Αυτά που ακούστηκαν ότι είμαστε καταπατητές κ.λπ. προσβάλλουν κι εμάς και την νοημοσύνη του κόσμου», επισήμανε η μάρτυρας με την πρόεδρο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου της Αθήνας να της απαντά που δεν έχουν ακουστεί αυτά στο δικαστήριο. Η μάρτυρας τόνισε:
«Ήταν μακρόστενα χωράφια, ήταν αγροτική περιοχή. Και μία πολύ καλή περιοχή. Δεν ήταν μία περιοχή που κάποιοι είπαν ότι θα καταπατήσουν. Αυτό που θέλω να σας πω, πως ήταν ένας χώρος που εγκυμονεί κινδύνους. Ήταν το χωριό. Εγώ προσωπικά ήξερα πάρα πολύ καλά την περιοχή και πάντα ήθελα να την προστατέψω. Μαζέψαμε χρήματα για πυροσβεστικό, υπήρχε πάντα εκεί. Όταν έπιανε φωτιά, πάντα την σβήναμε. Νοιαζόμασταν για αυτόν τον τόπο. Σιγά – σιγά άρχισε να υπάρχει μεγάλη εμπιστοσύνη. Οι φωτιές που έμπαιναν, σβηνόντουσαν. Ήξερα τους κινδύνους, ήξερα πως να φύγω».
Η μάρτυρας περιέγραψε τι συνέβη τις προηγούμενες ημέρες και ώρες πριν φτάσει η φωτιά στο Μάτι. «Εγώ έμενα στο Μάτι, τα τελευταία χρόνια χειμώνα. Παρασκευή βράδυ έρχεται ο αδελφός μου και φέρνει τους γονείς μου. Ο πατέρας μου είχε αναρρώσει από αρρώστια μόλις και ήθελε προσοχή. Προγραμματίζαμε να φύγουμε απόγευμα Δευτέρας. Η Δευτέρα ξεκινάει με πολύ καλό καιρό. Ξέρανε ότι θα έρθει αέρας δυτικός και μάλιστα δυνατός. Ήμασταν λίγο ανήσυχοι. Το πρωί έκανα τις δουλειές μου, μαθαίνουμε για τη φωτιά της Κινέτας. Ακουγόντουσαν σειρήνες για την Κινέτα. Εκεί λίγο φοβήθηκα. Συνέχισα τις εργασίες μου. Κάποιες εξωτερικές δουλειές και το μεσημέρι ξεκινάει ένας δυνατός αέρας. Εκεί αρχίζουμε πάντα και ανησυχούμε. Λες ο Θεός να βάλει το χέρι του. Μετά το μεσημέρι, αρχίζει πιο έντονα ο καπνός. εκεί λες τι γίνεται τώρα, φοβάσαι ανησυχείς», είπε η κυρία Παπαποστόλου.
«Παίρνω αυτοκίνητο και ανεβαίνω στα περιβόητα αμπέλια, πάμε πάντα και βλέπουμε όταν υπάρχει φωτιά. Πάω εκεί, ενημερώνω και μία φίλη μου, ότι υπάρχει φωτιά στο βουνό, να έχουμε νου μας. Ακούω ειδήσεις, ακούω δήμαρχο, από την τηλεόραση μητέρα μου δεν άκουσε κάτι ανησυχητικό. Μετά συνέχισα να είμαι στο σπίτι. Γύρω στις 5 σκέφτηκα να καλέσω τον αδελφό μου να έρθει να πάρει τους γονείς μου επειδή η κατάσταση ήταν περίεργη κι εγώ ήθελα να μείνω. Ευτυχώς που είχε δουλειά και είπα θα τους φέρω εγώ. Ευτυχώς που δεν ήρθε διότι και αυτός θα είχε εγκλωβιστεί.
Παίρνω αυτοκίνητο να πάω να κοιτάξω και πάλι. Καθώς πήγαινα προς τα εκεί, να βγω στην έξοδο προς Μαραθώνος, εκείνη την ώρα έμπαιναν δύο φίλες μου που ήταν παλιά στην περιπολία που είχαν βγει να ελέγξουν τι συμβαίνει» περιέγραψε η μάρτυρας.
Η κυρία Παπαποστόλου ανέφερε επίσης πως πήγε στο ενδιάμεσο στη Ραφήνα και τελικά κάποια στιγμή ετοιμάστηκαν με τους γονείς της να φύγουν από το σπίτι. «Όταν βγήκα έξω, ήταν άλλο σκηνικό. Ζέστη και να πέφτουν καύτρες σαν τη χούφτα μου και ακούω ένα βουητό. Λέω η φωτιά είναι κοντά. Μπαίνουμε στο αμάξι. Είδα ένα δέντρο, που ήταν μόνο του, στο οικόπεδο, είχε λαμπαδιάσει. Ήταν έκπληξη όλο αυτό, δεν έχασα τη ψυχραιμία μου…
Κάνω στροφή 90 μοιρών για να φύγω για Ραφήνα. Εκεί είδα ότι είχαν μποτιλιαριστεί αμάξια. Εκεί κάνω όπισθεν και στρίβω αριστερά και κατεβαίνουμε την κατηφόρα και εκεί ήταν σαν το σημείο συνάντησης των αυτοκινήτων, δεν μπορούσα να πάω πουθενά» εξιστόρησε η μάρτυρας.
Στη συνέχεια όπως είπε άφησαν το αυτοκίνητο και κατευθύνθηκαν με τα πόδια προς την παραλία. «Αφήνουμε τα αντικείμενα μέσα στο αυτοκίνητο και σκοπός μας ήταν να πάμε στην παραλία. Εκεί εκβάλει το ρέμα. Όταν φτάσαμε θυμάμαι να έρχεται ένα θερμικό, ερχόταν καύτρες, σπίθες, πολύ έντονα, αρχίζει να πιάνει φωτιά το μπαρ – ρεστοράν. Η μόνη έννοια μου ήταν πατέρας και μητέρα μου…Είδα τα μαλάκια του να σηκώνονται σαν σκαντζόχοιρου. Του έριξα λίγο νερό στο κεφάλι. Για να τον κρατήσω σε καλύτερη κατάσταση. Έρχεται μία ξαδέλφη, εκεί ήμασταν όλοι, σπίτια με άδειες παρακαλώ» τόνισε η μάρτυρας.
Η μάρτυρας εμφανίστηκε πεπεισμένη ότι «Αν είχε φύγει νωρίτερα, λίγα λεπτά, θα ήμασταν και εμείς εγκλωβισμένοι. Θα ήμασταν και εμείς αγκαλιασμένοι, σαν άμορφη μάζα. Η τύχη μας έσωσε και πήγαμε θάλασσα. Ποια θάλασσα, εκεί ήταν κόλαση».
Όπως τόνισε είχε βάλει μία μάσκα στον μπαμπά της για να προστατεύεται και περιέγραψε «Κάποια στιγμή είπα στον πατέρα μου να ξαπλώσει. Το μόνο που σκέφτηκα ήταν να κολυμπήσουμε λίγο. Αυτός ο άνθρωπος με υπομονή, ήταν ψύχραιμος και η μητέρα μου. Περιμέναμε ότι θα έρθουν να μας σώσουν. Στείλε κάποιον που να περιμένει. Που θα πήγαινε ο κόσμος; Υπάρχουν κατασκηνώσεις…Ήταν μονόδρομος η θάλασσα και έπρεπε να μας περιμένουν. Κάποια στιγμή άρχισα να κουράζομαι. Σιγά σιγά ήρθαν περισσότεροι καπνοί. Φωνάζαμε «βοήθεια» για να έρθουν οι διασώστες.
Πρώτη φορά άκουσα και τον πατέρα μου να φωνάζει. Δεν ερχόταν κανείς. Άρχισαν να ακούγονται εκρήξεις λες και ήσουν σε πεδίο μάχης. Σκοτείνιασε ο ουρανός, δεν έβλεπες τη μύτη σου. Και μετά άρχισε μεγάλη θαλασσοταραχή, λες και είχαμε πέσει δε δίνη, πάρα πολύς καπνός, πάρα πολλά κύματα. Τα πράγματα αρχίσαν να γίνονται πολύ δύσκολα. Ήμασταν μαζί γατζωμένοι. Πίναμε νερό.
Η μητέρα μου έβαζε χέρι της στο στόμα της για να βγάζει νερό από στόμα πατέρα. Ήμουν σαν μηχανή σε λειτουργία επιβίωσης. Η μητέρα μου και ο πατέρας προσευχόντουσαν. Θα καθίσαμε περίπου μία ώρα στο νερό. Δεν άντεξε ο πατέρας μου. Ζήτησε συγχώρεση από το Θεό (σ.σ. κλάμα). Μας ευχαρίστησε για ό,τι έχουμε κάνει γι’ αυτόν. Έχασαν πολύ άνθρωποι εκείνη την ημέρα τον πατέρα τους.
Μετά εξέπνευσε! Μου λέει η μητέρα μου «ο πατέρας σου έφυγε», κάνω κίνηση να του κλείσω τα μάτια, λέω κουράγιο μαμά, κρατήσω, δεθήκαμε με μαμά και σορό, δεν θα τον αφήναμε, δεν θα τον αφήναμε. Φορούσε το ράσο. Δένω το ράσο με τη μάνα μου, να κρατηθεί από εμένα. Πάμε κόντρα στα κύματα, είδαμε κάτι πορτοκαλί στον ορίζοντα, πάμε στον ήλιο, πάμε όλοι στον ήλιο, φώναζαν κι άλλοι. Κολυμπούσαμε, η μητέρα μου από τη μία πλευρά, εγώ από την άλλη και πατέρας μου στη μέση. Δεν ερχόταν κανείς».
Τελικά η μάρτυρας και η μητέρας διασώθηκαν από ένα καΐκι και έφτασαν αργά το βράδυ στο λιμάνι της Ραφήνας.
Η οικογένεια Τσέκου μετρά ένα θύμα στη φονική πυρκαγιά στο Μάτι. Η σύζυγος κυρία Μαρία Τσέκου και τα δύο της παιδιά αναφέρθηκαν στην απώλεια του συζύγου και πατέρα όταν ενώ αποφάσισαν να φύγουν από το Μάτι εκείνος έμεινε πίσω για να βοηθήσει ένα γείτονά του με κινητικά προβλήματα.
«Ήμασταν με σύζυγο και μεγάλη κόρη σπίτι μας. Ήταν απόγευμα, βλέπουμε κάπνα από μακριά. Φαινόταν που είχε καπνό και μετά προχωρούσε προς Μάτι, πολύ γρήγορα και δεν ερχόταν προς εμάς που ήταν το σπίτι προς ρέμα Ραφήνας.
Αποφασίσαμε να φύγουμε και να συναντηθούμε προς Ραφήνα. Χωριστήκαμε. Στον δρόμο είχε πιάσει μεγάλη φωτιά. Μου λέει κόρη μου τι θα κάνουμε θα γυρίσουμε πίσω. Βγήκαμε στο αντίθετο ρεύμα προς Αθήνα. Εμείς δε βλέπαμε ούτε μισό μέτρο μπροστά. Τελικά, αποφασίσαμε να γυρίσουμε στο άλλο ρεύμα προς Ραφήνα και ό, τι γίνει. Ο σύζυγος πίσω με άλλο αμάξι…Όταν φτάσαμε στη Ραφήνα δεν ήταν εκεί και δεν απαντούσε στο τηλέφωνο…» κατέθεσε η μάρτυρας. Ο σύζυγος της κατέληξε από τα εγκαύματα στο νοσοκομείο στις 27 Ιουλίου 2018.
«Από τυχαίο τηλεφώνημα μάθαμε πως ήταν στον Ευαγγελισμό όπου και πήγαμε. Από τα επείγοντα τον πατέρα μου τον ανέβασε στο όροφο ο σύζυγος μου, δεν υπήρχαν ούτε τραυματιοφορείς. Ήταν μεγάλο το ποσοστό εγκαυμάτων και κατέληξε. Μάθαμε από γειτόνισσα ότι τους είχε περικυκλώσει φωτιά και υποθέτουμε πως τους βρήκαν και τους πήγαν νοσοκομεία. Εμάς αυτό που θα μας κυριεύει θα είναι το γιατί, αντί να στέλνουν κόσμο να φύγουν, τους έλεγαν από δω να πάτε. Έχω δύο τέτοιες μαρτυρίες» κατέθεσε η κόρη του θύματος, Χρυσάνθη Τσέκου.
Ο Εμμανουήλ Παντελάρος έχασε μητέρα του. Εκείνη την ημέρα δεν βρισκόταν στο Μάτι. Στην κατάθεση του περιέγραψε «Δεν ήμουν εκεί. Εργαζόμουν το απόγευμα. Τυχαία είδα ότι είχε πιάσει φωτιά. Κατά τις 5 και, πήρα τηλέφωνο μητέρα μου και μου λέει με αγωνία έχει καπνό και δε ξέρω τι να κάνω. Κατά τις έξι που πήρα ξανά δεν απαντούσε. Μέχρι τις επτά παρά παίρναμε και δεν απαντούσε και μετά κόπηκε η τηλεφωνική επικοινωνία. Την επόμενη ημέρα την ψάχναμε στα νοσοκομεία, δώσαμε dna, τελικά ταυτοποιήθηκε, ήταν δύο δρόμους από το σπίτι».
Από την πλευρά της, η Κασσιανή Πολίτου, η οποία έχασε επίσης την μητέρα της στις φλόγες και στην κατάθεσή της σήμερα στη δίκη ανέφερε μεταξύ άλλων: «Έχουμε σπίτι στην περιοχή του Αγίου Ανδρέα, οι γονείς μου ήταν εκείνη την ημέρα εκείνη. Εγώ ήμουν στη δουλειά μου στην δουλειά μου. Πάντα υπήρχαν πυροσβεστικά και σειρήνες. Υπήρχε το αίσθημα της εμπιστοσύνης ότι κάποιος είναι εκεί. Εκείνη την ημέρα αυτό δεν υπήρξε. Οι γονείς μου δεν ήξεραν ότι εκείνη την ημέρα ήταν μόνοι τους. Και αυτό δυσχέρανε τη θέση τους.
Γύρω στις 4:50 κάλεσαν την αδελφή μου ζητώντας βοήθεια. Τους είπε να φύγουν. Μπήκαν στο αυτοκίνητο η μητέρα μου δε πρόλαβε. Ο πατέρας μου 87 ετών μπήκε στο αμάξι και αυτό καίγονταν. Περπάτησε ένα χιλιόμετρο μόνος μέσα στις φωτιές. Δεν είχε κάποιο πυροσβέστη. Έμεινε στη θάλασσα αρκετή ώρα.
Ώρες μετά βρέθηκε στο «Σισμανόγλειο». Στις 11 το βράδυ το έμαθα. Στις 7 το απόφευγα έμαθα ότι η μητέρα μου ήταν αγνοούμενη. Δεν καταλαβαίνω πως έγινε όλο αυτό». Μάλιστα ένας εκ των κατηγορουμένων είπε στην μάρτυρα: «Εγώ περισυνέλεξα τον πατέρα σας, να σας πω» και εκείνη του απάντησε: «Δεν θέλω να το συζητήσω».
Στο δικαστήριο κατέθεσε και ο Μιχαήλ Σκαραμαγκάς, ο οποίος έχασε και τους δυο γονείς του εμφανώς φορτισμένος είπε στη δική του κατάθεση: «Βρέθηκα σε ένα πόλεμο. Έχασα τους γονείς μου, το σκυλί μου, το σπίτι και καταστράφηκε όλη η περιοχή. Και έχω μια αίσθηση μήπως φταίω κιόλας. Το δικό μας σπίτι δεν ήταν σε κανένα ρέμα, σε στενάκι. Οι γονείς μου ήταν δημότες εκεί. Εκεί μεγάλωσα. Δε φταίγανε. Μέχρι κα το τελευταίο κεραμιδάκι είχε φωνάξει μηχανικό και το είχε δηλώσει για να είναι σωστός πολίτης. Βρήκα τον πατέρα μου να σκάβει το χώμα να κάνει λαγούμι να κρυφτεί. Διακόσια μέτρα από τη Μαραθώνος ήταν το σπίτι μας. Δύο ημέρες μετά τους βρήκανε με τη μητέρα μου…
Όταν πήγα στο σπίτι να τους βρω είδα μια άλλη γυναίκα να καίγεται. Έπαθα σοκ. Πάνω στη Μαραθώνος δεν υπήρχε κλαδάκι καμένο, γιατί την κλείσανε; Είδα μετά τη γυναίκα να την έχουν σκεπάσει με τα σεντόνια. Εάν ύφασμα δεν είχε καεί και είχε μείνει στην άκρης. Κάτι τέτοια φόραγε και η μάνα μου σκέφτηκα. Κρύψανε πολλά έμαθα ότι τους σβήνανε με πυροσβεστήρα και όταν τους ανασύρανε μετά μένανε κόκκαλα. Ο πατέρας μου ήταν 2 μέτρα και η σακούλα που τον βάλανε πολύ μικρή, η άλλη ήταν άδεια. Τι κηδεία να κάνω; Εγώ με τον αδελφό μου ήμασταν. Ακόμη εγώ δεν είμαι καλά…».