Συνεχίζονται οι καταθέσεις μαρτύρων στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο για τις εφιαλτικές στιγμές που βίωσαν τα θύματα της φονικής φωτιάς στο Μάτι και οι συγγενείς τους.
Στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε η Μαργαρίτα Φύτρου, που έχασε τον αδελφό της, Γρηγόρη, και τα δύο ανίψια της, την Εβίτα και τον Ανδρέα. Το αγόρι και ο πατέρας του βρέθηκαν απανθρακωμένοι στο «οικόπεδο της φρίκης», μαζί με ακόμα 24 θύματα, ενώ το κοριτσάκι έπεσε από τον γκρεμό προσπαθώντας να ξεφύγει από την πύρινη λαίλαπα.
Όπως είπε, είχε ακούσει από την τηλεόραση ότι στην περιοχή είχε ξεσπάσει πυρκαγιά και άρχισε να αναζητεί στα τηλέφωνα την οικογένεια του αδελφού της.
«Στις 3 τα ξημερώματα μου τηλεφώνησε η σύζυγος του αδελφού μου και μου είπε “το Εβιτάκι βρέθηκε νεκρό”. Πήγα στο Μάτι, συνάντησα τη γειτόνισσά μας που σώθηκε φεύγοντας προς Ραφήνα. Πρώτη έφυγε αυτή, πίσω ήταν ο αδελφός μου.
Η διαδρομή του αδελφού μου προς τη διάσωση ήταν θανάσιμη. Την άλλη ημέρα, εντός του οικοπέδου Φράγκου, βρέθηκε ο μικρούλης Ανδρέας και ο αδελφός μου», είπε η μάρτυρας και συνέχισε: «Ο αδελφός μου διακρινόταν για τη στοργικότητά του ως πατέρας και εάν είχε λάβει στοιχειώδη ενημέρωση θα είχε φύγει νωρίτερα. Το αυτοκίνητό του βρέθηκε ανέπαφο κατά τραγική ειρωνεία στη Λεωφόρο Ποσειδώνος».
«Το δικαστήριο να δώσει μία δίκαιη τιμωρία για τους υπαίτιους»
Η μάρτυρας επέρριψε ευθύνες στις Αρχές, κάνοντας λόγο για ανυπαρξία της Πολιτείας.
«Εάν είχε ενεργοποιηθεί το “112” θα είχαν σωθεί, όπως γίνεται σήμερα. Καμία προετοιμασία, κανένας σχεδιασμός. Όλοι έπρατταν κατά τη δική τους κρίση. Εάν είχαν δεχθεί βοήθεια θα ζούσαν. Έτσι έγινε η εκατόμβη των θυμάτων και των εγκαυματιών. Μετά από εννέα μήνες έφυγε και ο πατέρας με αυτόν τον καημό. Είναι λελογισμένο και επιβεβλημένο όλοι αυτοί που δεν έσπευσαν, όλοι αυτοί που ευθύνονται για τα λάθη και τις παραλείψεις της Πολιτείας, να οδηγηθούν ενώπιον της Δικαιοσύνης και να τιμωρηθούν. Να δώσει το δικαστήριο μία δίκαιη τιμωρία για τους υπαίτιους. Τους εγκλώβισαν, χωρίς δυνατότητα διαφυγής…», τόνισε στην κατάθεσή της.
«Ο άντρας μου κάηκε ζωντανός, μαρτύρησε»
Στο δικαστήριο κατέθεσε η Παρασκευή Τσάμπρου, η οποία βρήκε τον πατέρα της απανθρακωμένο μέσα στο ΙΧ του, μόλις 100 μέτρα από το σπίτι του. Με δάκρυα στα μάτια περιέγραψε τις τραγικές στιγμές, όταν τον εντόπισε νεκρό.
«Όταν έφτασα στο αυτοκίνητο και αφού έσκυψα και κοίταξα δεν είδα τίποτα και πήγα να φύγω. Και κάποιος τότε μου φώναξε -δεν ξέρω ποιος- “κοίταξε καλύτερα”. Είδα τον πατέρα μου πεσμένο στη θέση του συνοδηγού με τα χέρια του να κρατάει το κεφάλι. Μου είπαν ότι δεν μπορώ να είμαι σίγουρη ότι είναι ο μπαμπάς μου αυτός. Τους ζήτησα να ανοίξουν το πορτ μπαγκάζ, γιατί ήξερα ότι είχε βάλει τον σκύλο μέσα για να μη φοβηθεί. Δεν το κάνανε. Το έκανα εγώ.
»Πήρα το κινητό μου και έριξα φως στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου και είδα τον σκύλο μέσα. Τους είπα ότι σε αυτό το αμάξι βρίσκεται πλήρως απανθρακωμένος ο πατέρας μου. Το αυτοκίνητο είχε λιώσει, αλλά η πινακίδα μπορούσε να αναγνωριστεί. Έφυγα, δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Τον πατέρα μου πήγαν να τον παραλάβουν στις 7 το πρωί, την άλλη ημέρα. Κανείς δεν μας ενημέρωσε για τα επόμενα στάδια. Μόνη μου έψαξα για να βρω τηλέφωνα και τις υπηρεσίες που θα έπρεπε να πάω. Μου είπαν αρχικά για Γουδή και μετά μου είπαν “κακώς σας είπαν να πάτε στο Γουδή, έπρεπε να πάτε στο Σχιστό”. Μετά μας έστειλαν πάλι στο Γουδή, όλη την ημέρα αυτή η ιστορία, πέρα-δώθε», ανέφερε στο δικαστήριο.
Αίσθηση προκάλεσε στο ακροατήριο η περιγραφή της γυναίκας ότι πριν από δυόμισι μήνες στην ίδια περιοχή είχε πραγματοποιηθεί άσκηση για την κατάσβεση πυρκαγιάς.
«Εκεί λειτούργησαν όλα άψογα, γιατί κατάφεραν να συντονιστούν όλοι, εναέρια μέσα, ΕΚΑΒ, Αστυνομία, drones. Αλλά 2,5 μήνες μετά δεν λειτουργούσε τίποτα. Ίδια περιοχή, ίδιες συνθήκες. Σε παλαιότερες πυρκαγιές μάς είχε κάνει εντύπωση ότι είχε περάσει αεροπλάνο και είχε ρίξει υγρό ειδικό. Σε άλλες πυρκαγιές πέρναγε περιπολικό με μεγάφωνα και έλεγε “εκκενώστε”. Αυτήν τη φορά τίποτα. Από τότε προσπαθούμε να καταλάβουμε τι πήγε λάθος. Όλα πήγαν λάθος, ήταν μόνοι τους, και όσοι σώθηκαν, σώθηκαν από θαύμα. Αεροπλάνα είδα την επόμενη ημέρα, αφού είχε σβήσει η φωτιά. Ήταν όλες οι δυνάμεις στη Κινέτα…», είπε η κυρία Τσάμπρου.
Ο αδελφός της στη συνέχεια πήρε τη σκυτάλη και περιέγραψε την προσπάθεια να ξεφύγει από τον πύρινο κλοιό.
«Ο πατέρας μου ήταν ένα αυτοκίνητο πίσω από εμένα. Έκανα αναστροφή και ένας γείτονας μου φώναξε να φύγουμε από άλλο δρόμο. Ξαφνικά πέφτανε πύρινες μπάλες, ακούγονταν εκρήξεις, επικρατούσε μια κατάσταση σαν να ήταν σε πόλεμο. Θεωρούσα ωστόσο ότι ο πατέρας μου ακολουθούσε από πίσω.
Περιμέναμε μέσα στο αυτοκίνητο τον πατέρα μου, ο οποίος δεν ακολουθούσε. Ξεκίνησα να τον παίρνω τηλέφωνο, δεν τον έβρισκα. Περιμέναμε χωρίς ανταπόκριση. Μετά από 30 περίπου λεπτά προσπαθήσαμε να πάμε σε ένα φιλικό σπίτι στα Γλυκά Νερά. Ο πατέρας μου πρέπει να απανθρακώθηκε γύρω στις 6. Ψάχναμε με την αδελφή μου σε νοσοκομείο, στο Λιμενικό, μήπως και τον βρούμε. Βρήκανε το αυτοκίνητό του κάθετα, που σημαίνει ότι πήγε να κάνει αναστροφή, όμως κάτι έγινε εκεί και δεν μπόρεσε».
Τέλος, η σύζυγος του θύματος, Μαρία Τσάμπρου, είπε στο ακροατήριο: «Ο άντρας μου κάηκε ζωντανός, μαρτύρησε. Εγώ, ο πατέρας μου και ο γιος μου ζούμε κατά τύχη, δεν ξέραμε πού πηγαίναμε, δεν γνωρίζαμε τίποτα. Μέσα στο κέντρο της Αθήνας, είναι δυνατόν; Ένα ελικόπτερο να περάσει δεν άκουσα, μια σειρήνα να ηχήσει δεν άκουσα, τόσες οικογένειες να διαλυθούν; Δεν ξέρω τι να πω».
Η δίκη θα συνεχιστεί την 1η Δεκεμβρίου.