Περνάς το κατώφλι τους κι είναι σαν να βγαίνεις μέσα από χρονοκάψουλα…
Από το 2020 με ένα βήμα στο 1950 και πίσω.
Μαγαζιά που κράτησαν χαρακτήρα παλιακό ή που «χτίστηκαν» με το μεράκι μιας άλλης εποχής, αυθεντικής κι ανθρώπινης.
Κι όμως ακόμη υπάρχουν!
Δεν είναι απλά καταστήματα, είναι «αίθουσες μουσείων».
Σ’ αυτά τα μικρά λαογραφικά ενθυμήματα, τα «πυροβόλα» των σούπερ μάρκετ παθαίνουν αφλογιστία.
Κι ενώ το πλαστικό και fastfood έχουν κατακτήσει τη ζωή μας κάποιοι αντιστέκονται με κόστος προσωπικό χρόνο εργασίας αμέτρητο, με άγχος επιβίωσης και ανταγωνισμού με τα μεγάλα brunds, με καθημερινή αναμέτρηση με την «αμερικανοποίηση» του τρόπου πώλησης και προώθησης των προϊόντων…
Ετσι απλά. Κι όμως…
Ακόμα κάποιος ψήνει ψωμί σε ξυλόφουρνο, ακόμα κάποιος επιμένει να φτιάχνει με το παλιό παραδοσιακό τρόπο κρασί, να το αποθηκεύει στα βαρέλια και να περιμένει καρτερικά τον βαρελόφρωνα της εποχής…
Ακόμη σήμερα κάποιος πήζει το τυρί όπως πριν από εξήντα και βάλε χρόνια, κάποιος άλλος γεμίζει το μαγαζί του με όλα τα καλά της γης και κάθε πρωί το καμαρώνει: «Ε, ρε τι έφτιαξα πάλι σήμερα»…
Μαγαζιά, ρομαντικά δεμένα με το παρελθόν υπάρχουν σε όλα τα μέρη της Ελλάδας, ή σχεδόν σε όλα. Σήμερα κοιτάζουμε ανατολικά…
Ο «Πλωμαρίτης» άνοιξε πριν από λίγα χρόνια στη Νέα Μάκρη, επί της Λεωφόρου Μαραθώνος, εκεί που πρώτα ψυχορραγούσε ένα «φαστφουντάδικο». Ο Γιάννης έστησε με πάθος και μεράκι ένα οπορωπαντοπωλείο κατ’ όνομα, από αυτά που κάποιοι αποκαλούν, στην γλώσσα των «δήθεν», Delicatessen. Μαγαζί, που μέσα του θα βρεις όλα τα καλά της γης το αποκαλείς απλά «παράδεισο των γεύσεων».
Ηταν στα χρόνια της μεταπολίτευσης όταν άνοιξε ο Νίκος ο Σιόγκας τον ξυλόφουρνο του πίσω από τον Τύμβο των Μαραθωνομάχων, κοντά στην παραλία του Μαραθώνα. Τον γνωρίσαμε εκεί κάπου στου ’90 τις αρχές ανάμεσα στα κοφίνια με τις φρατζόλες, στα κούτσουρα που περίμεναν να παραδοθούν στην πυρά για να ψηθεί ο άρτος ο επιούσιος και τα αστεία του για τον Ολυμπιακό και το τάβλι. Σαν επιστρέφαμε από κυνήγι ήταν η απαραίτητη στάση για τυρόπιτα και ψωμί με προζύμι βασιλικού και μαύρο με σουσάμι που θύμιζε κουλούρι σαλονικιώτικο.
Για να βρεις τον Αργύρη, ρώτησε. Μην αναζητήσεις πινακίδες και τζαμαρίες και φανφάρες, Κατευθύνσου προς τον Τύμβο του Μαραθώνα και ρώτα ποιος πουλάει κρασί καλό. Θα σου πούν! Κι όταν ανοίξεις την σιδερένια αυλόπορτα και σε υποδεχτούν οι κουρασμένοι σκύλοι και οι ράθυμες γάτες, χτύπα το τζάμι, όλο και κάποιος θα θυμηθεί ότι πουλάνε ελιές και φράπες σαν μεγάλα κεφάλια και ξύδι αρωματικό και πορτοκάλια και τσίπουρο που σε κάνει να ξεχάσεις το όνομά σου και αυγά από κότες αλανιάρες και καρύδια και κρασιά· κυρίως κρασιά! Κόκκινο σαν αίμα με γεύση από μακεδονίτικο ξινόμαυρο ποιότητας και λευκό και ρετσίνα και γλυκό που τύφλα να ‘χει το βινσάντο…
Σ’ ένα μικρό ασβεστωμένο σπιτάκι πάνω στο δρόμο που οδηγεί στον αρχαιολογικό χώρου του Ραμνούντα κατοικεί η Κυρα Νίκη και δημιουργεί την ωραιότερη φέτα που δοκιμάσαμε ποτέ! Πάνω στη στροφή για τα φέρι μπόουτ που ενώνουν την Αττική με τα Στύρα, εκεί σαν οσμιστείς τον άνεμο θα πάρεις μυρουδιά από φρέσκο τυρί και πρόβατα που μόλις έχουν μπει στο μαντρί τους. Εκεί, η Κυρά Νίκη πήζει το τυρί με τον παλιό παραδοσιακό τρόπο και φτιάχνει φέτα από αιγοπρόβειο γάλα που προσφέρουν τα ζώα τα δικά της, το γιού της καλύτερα που ασχολείται με την κτηνοτροφία.
Πηγή: ΕΘΝΟΣ