Η αναβλητικότητα αποτελεί συνήθη πρακτική για πολλούς ανθρώπους, επηρεάζοντας τόσο τις προσωπικές όσο και τις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις. Συχνά οι εργαζόμενοι αναβάλλουν καθήκοντα είτε για να επικεντρωθούν σε άλλες δραστηριότητες είτε με την πεποίθηση ότι θα έχουν επαρκή χρόνο να τα ολοκληρώσουν αργότερα. Ωστόσο, νέα έρευνα υποδεικνύει ότι αυτή η τάση μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις τόσο στην ποιότητα του έργου όσο και στην αντίληψη των συναδέλφων και των προϊσταμένων.
Σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύθηκε στον Guardian, τα έργα που παραδίδονται καθυστερημένα συχνά αξιολογούνται πιο αυστηρά συγκριτικά με εκείνα που παραδίδονται έγκαιρα. Η έρευνα, την οποία πραγματοποίησαν οι καθηγητές Sam Maglio και David Fang, διαπίστωσε ότι οι υπεύθυνοι αξιολόγησης συνήθως θεωρούν τις καθυστερημένες εργασίες ως χαμηλότερης ποιότητας, ανεξαρτήτως της πραγματικής τους αξίας.
Στο πλαίσιο της έρευνας, οι συμμετέχοντες αξιολόγησαν έργα όπως διαφημιστικά φυλλάδια, καλλιτεχνικές δημιουργίες και επιχειρηματικές προτάσεις, έχοντας ενημερωθεί αν αυτά είχαν υποβληθεί έγκαιρα ή με καθυστέρηση. Οι εργασίες που θεωρήθηκαν ότι υποβλήθηκαν καθυστερημένα βαθμολογήθηκαν σαφώς χαμηλότερα, αποκαλύπτοντας την αρνητική επίδραση της καθυστέρησης στην αξιολόγηση.
Πέρα από την ποιότητα, η καθυστερημένη υποβολή ενισχύει μια αρνητική εντύπωση για τον εργαζόμενο, επηρεάζοντας την εμπιστοσύνη και τη διάθεση συνεργασίας στο μέλλον. Οι αξιολογητές δήλωσαν λιγότερο πρόθυμοι να αναθέσουν νέες ευθύνες σε κάποιον που συστηματικά καθυστερεί, καθώς αυτό μπορεί να θεωρηθεί ένδειξη μειωμένης αξιοπιστίας και επαγγελματισμού. Μια πιθανή αιτία για αυτή τη συμπεριφορά είναι η λεγόμενη «παραπλανητική αισιοδοξία» ή «φαινόμενο της λανθασμένης εκτίμησης χρόνου», καθώς οι άνθρωποι συχνά υποτιμούν τον απαιτούμενο χρόνο και τις δυσκολίες ολοκλήρωσης μιας εργασίας.