Από την 1η Μαΐου του 2025, οι επιβάτες της ακτοπλοΐας θα έρθουν αντιμέτωποι με νέες αυξήσεις στις ήδη υψηλές τιμές των εισιτηρίων, οι οποίες αναμένεται να κυμανθούν μεταξύ 10% και 12%. Αυτή η σημαντική επιβάρυνση οφείλεται σε δύο βασικούς παράγοντες. Πρώτον, η Μεσόγειος θάλασσα θα ενταχθεί στο καθεστώς SECA (Περιοχή Ελέγχου Εκπομπών Θείου), απαιτώντας τη χρήση καυσίμου με ελάχιστη περιεκτικότητα σε θείο (0,001%). Το νέο αυτό καύσιμο, το MGO (Marine Gasoil), είναι ακριβότερο από το συμβατικό VLSFO που χρησιμοποιείται σήμερα, προκαλώντας αύξηση του κόστους καυσίμου κατά περίπου 150 ευρώ ανά τόνο.
Παράλληλα, οι κανονισμοί της Ε.Ε. για το κλίμα, στο πλαίσιο της δέσμης μέτρων “Fit for 55”, φέρνουν την ακτοπλοΐα εντός του Ευρωπαϊκού Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (EU-ETS). Η σταδιακή επέκταση του συστήματος αυτού έως το 2026 θα επιβαρύνει περαιτέρω το λειτουργικό κόστος. Σύμφωνα με τον Διονύση Θεοδωράτο, πρόεδρο του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας (ΣΕΕΝ), η τιμή του πετρελαίου αναμένεται να αυξηθεί από τα 600 στα 750 δολάρια ανά τόνο, λόγω των νέων κανονισμών και όχι της αγοράς.
Επιπλέον, η υπογραφή νέας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας με αυξήσεις 5% για τους ναυτικούς θα προσθέσει επιπλέον 2% στο τελικό κόστος του εισιτηρίου. Ο κ. Θεοδωράτος επισήμανε ότι το 47% του λειτουργικού κόστους ενός πλοίου αφορά τα καύσιμα, ενώ η υπόλοιπη επιβάρυνση προέρχεται από τα μισθολόγια, τα ανταλλακτικά και τις επισκευές.
Ο Λεωνίδας Δημητριάδης Ευγενίδης, πρόεδρος του Ευγενιδείου Ιδρύματος, υπογράμμισε τη σημασία της ανταγωνιστικότητας στην ακτοπλοΐα, εκφράζοντας την ανάγκη αποφυγής μονοπωλιακών πρακτικών. Σημείωσε ότι το κόστος συμμόρφωσης με τους νέους περιβαλλοντικούς κανόνες θα φτάσει τα 320 εκατομμύρια ευρώ μέχρι το 2031, βάσει μελέτης του ΙΟΒΕ.
Οι αυξήσεις στα εισιτήρια είναι αναπόφευκτες, καθώς οι νέοι κανονισμοί επιβαρύνουν δραστικά τη ναυτιλία. Παρά τη δέσμευση για πράσινη μετάβαση, η οικονομική επιβάρυνση για τους καταναλωτές είναι σημαντική και ενδέχεται να επηρεάσει τη ζήτηση, καθιστώντας επιτακτική την εξεύρεση ισορροπίας μεταξύ βιώσιμης ανάπτυξης και προσιτών υπηρεσιών.