Σαν σήμερα στις 05 Ιανουαρίου του 1972, ο Βασίλειος Λυμπέρης πυρπόλησε το σπίτι της εν διαστάσει συζύγου του, καίγοντας ζωντανούς την ίδια, την πεθερά του, καθώς και τα δύο παιδιά του, ηλικίας δυόμιση κι ενός έτους. Για τη δολοφονία της οικογένειάς του καταδικάστηκε σε θάνατο, ενώ υπήρξε ο τελευταίος θανατοποινίτης στην Ελλάδα.
Το ζευγάρι γνωρίστηκε σε ένα νοσοκομείο όπου νοσηλεύονταν οι πατεράδες τους, ερωτεύτηκαν και παντρέυτηκαν. Παρ’ όλα αυτά, είχαν πολλά προβλήματα από την αρχή. Ο Λυμπέρης έχασε τη δουλειά του και έπεισε τη γυναίκα του να πουλήσει ένα οικόπεδο που είχε για να ανοίξει ένα μαγαζί με μπαταρίες, το οποίο αναγκάστηκε να κλείσει έπειτα από λίγο καιρό.
Με την αφορμή ότι προσπαθεί να ξαναορθοποδήσει, ζήτησε από την πεθερά του να πουλήσει και εκείνη ένα ακόμη οικόπεδο, κάτι που εκείνη έκανε, αλλά εκείνος αντί να επενδύσει τα χρήματα σε κάποιου είδους εργασίας για να ζήσει την οικογένειά του, προτίμησε να αγοράσει ένα καινούριο αυτοκίνητο.
Αυτές του οι πράξεις δημιούργησαν εντάσεις στο ζευγάρι, με αποκορύφωμα την εξωσυζυγική σχέση του με τη Μαρία Γκίκα, την οποία και ανακάλυψε η σύζυγός του τυχαία, με αποτέλεσμα και εκείνος να την παραδεχτεί. Στην αρχή υποστήριζε, μάλιστα, ότι θέλει να την παντρευτεί, μετά όμως άλλαξε γνώμη και ζήτησε από τη σύζυγό του να τον συγχωρέσει.
Ο Λυμπέρης είχε φύγει από την οικία που διέμενε η οικογένειά του στο Χαλάνδρι και έμενε σε μια πανσιόν στο κέντρο της Αθήνας. Εκείνη την περίοδο γνώρισε και τον Παύλο Αγγελόπουλο, με τον οποίο έπαιζαν χαρτιά και του εξομολογήθηκε τα προβλήματα που είχε στον γάμο του και ως κύριο πρόβλημα στη σχέση τους παρουσίαζε την πεθερά του, η οποία έβαζε λόγια στην κόρη της και παραδέχτηκε ότι ήθελε να τη βγάλει από τη μέση.
Το χρονικό της δολοφονίας
Ήταν παραμονή Χριστουγέννων του 1971, όταν ο Λυμπέρης αγόρασε μερικά δώρα και πήγε επίσκεψη στη γυναίκα και τα παιδιά του, παρ’όλα αυτά, οι γυναίκες δεν του επέτρεψαν να μπει στο σπίτι, συναντώντας τα παιδιά του μόνο για λίγες ώρες μέσα στο αυτοκίνητο.
Το δικαστήριο για το διαζύγιο του ζευγαριού είχε οριστεί για τις 18 Ιανουαρίου και η ιδέα της εκδίκησης είχε πλέον φωλιάσει στο μυαλό του.
Στις 4 Ιανουαρίου ο Λυμπέρης συναντήθηκε με τον Αγγελόπουλο σε μία ταβέρνα και ζήτησε τη βοήθειά του για να πάρει την εκδίκησή του. Μάλιστα, έταξε ένα αυτοκίνητο στον Αγγελόπουλο ως αμοιβή έαν τον βοηθούσε με το αποτρόπαιο σχέδιό του. Είχε, μάλιστα, προμηθευτεί μπιτόνια με βενζίνη. Ήπιαν πάρα πολύ, σε σημείο, ο Παύλος Αγγελόπουλος να πει αργότερα σε συνέντευξη πως «αν δεν υπήρχε το ποτό, δεν θα γινότανε αυτή η καταστροφή».
Για να βεβαιωθεί ότι δεν ήταν στο σπίτι η γυναίκα και τα παιδιά του, ο Λυμπέρης πήρε τηλέφωνο σπίτι του. Όπως είπε έπειτα ο Αγγελόπουλος στην κατάθεσή του: «”Θέλω να έρθω να δω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου”. Και του απαντάει: “Δεν είναι εδώ. Λείπουν στο Πέραμα. Θα έρθουν μετά από πέντε μέρες. Και εγώ θα φύγω”», είχε πει αργότερα ο Αγγελόπουλος σε κάποια από τις καταθέσεις του.
Εν τέλει αποφάσισαν να πάνε στο Χαλανδρι και να προχωρήσουν με το σχέδιό τους. Άφησαν το αυτοκίνητο σε ένα χωράφι, μπήκαν στο σπίτι και προχώρησαν στο εσωτερικό του, κινούμενοι προς το δωμάτιο της πεθεράς του. Ο Αγγελόπουλος μπήκε μέσα, στα γρήγορα άδειασε τον κουβά, άναψε το σπίρτο και η φωτιά ξέσπασε ακαριαία, κάνοντας και έναν κρότο. Εκεί υπήρχε και μια κούνια, όπου κοιμόταν ο μικρός γιος του Λυμπέρη.
Την ίδια στιγμή ο Λυμπέρης είχε μπει στο δωμάτιο της γυναίκας του, Βασιλικής, η οποία κοιμόταν μαζί με την κόρη τους. Ο δυνατός θόρυβος ξύπνησε τη σύζυγό του, η οποία ούρλιαξε: «Τι κάνεις; Είναι και τα παιδιά σου εδώ». Ο Λυμπέρης σάστισε, δεν φανταζόταν πως ήταν και τα παιδιά του μέσα στο σπίτι.
Το κακό είχε, όμως ήδη συμβεί. Ο Λυμπέρης υπέστη ελαφριά εγκαύματα στο πρόσωπο. Φεύγοντας κλείδωσαν και την εξώπορτα. Σαν άλλοθι συμφώνησαν ότι θα έλεγαν πως έπαιζαν χαρτιά στο δωμάτιο του Λυμπέρη.
Τα ξημερώματα, οι γείτονες έσπασαν την πόρτα και βρήκαν την 55χρονη Αντιγόνη Μάρκου, την 3χρονη Παναγιώτα και τον ενός έτους Γιωργάκη νεκρούς. Η σύζυγος του Λυμπέρη ήταν ακόμη ζωντανή. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, υποκύπτοντας στα τραύματά της είκοσι ώρες αργότερα.
Παρ’ όλα αυτά, πρόλαβε να αποκαλύψει στη θεία της: «Αυτός μας έκαψε. Αυτός μάς έριξε βενζίνη και ύστερα έβαλε φωτιά. Ο κακούργος το έκανε για να μας εκδικηθεί, γιατί δεν θέλαμε να πουλήσουμε τα κτήματά μας και να του δώσουμε τα λεφτά να τα φάει. Αυτός ο κακούργος έκαψε τα παιδιά μας».
Για τα εγκαύματα στο πρόσωπό του στην αρχή ο Λυμπέρης ισχυρίστηκε ότι έψηνε καφέ και έσκασε το γκαζάκι. Μετά τις αποκαλύψεις, όμως, της συζύγου του, αναγκάστηκε να ομολογήσει. Είπε ότι ήθελε απλώς να φοβίσει την πεθερά του για να σταματήσει να ανακατεύεται στην ζωή του ζευγαριού. Η γυναίκα του, όμως, προτού «φύγει» από τη ζωή, υποστήριξε ότι ήθελε τα χρήματά της για να τα φάει με τη φιλενάδα του: «Ξεμυαλίσθηκε και άρχισε να λέγη πως δεν του έφθαναν τα λεφτά. Έλεγε πως χρωστούσε τάχα φόρους στην εφορία. Για να μας κάνει τάχα να τον πιστέψουμε μας έφερε κάποτε και έναν φίλο του εφοριακό και άλλοτε κάτι αποδείξεις παλιές. Ετσι μας τραβούσε χρήματα. Η καημένη η μητέρα μου πλήρωνε. Τι να κάνει; Μα το κακό παράγινε. Πάντα ήταν χρεωμένος».
Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς το δικαστήριο καταδίκασε σε τετράκις εις θάνατο τον Βασίλη Λυμπέρη, ενώ τον Αύγουστο, εκτελέστηκε. Ήταν ο τελευταίος θανατοποινίτης στην Ελλάδα.