Η ιστορία πίσω από ένα από τα πιο εμβληματικά ποιήματα και τραγούδια του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Από το αίμα στη Θεσσαλονίκη το 1936, στη μελωδία που άνοιξε νέους δρόμους στην τέχνη και την κοινωνία.
Από την τραγωδία στη δημιουργία
Η 8η και 9η Μαΐου του 1936 βάφτηκαν με αίμα στη Θεσσαλονίκη. Καπνεργάτες και εργατικά σωματεία βγήκαν στους δρόμους ζητώντας αξιοπρέπεια και δικαιοσύνη. Η κρατική καταστολή υπήρξε βίαιη. Πολλοί νεκροί και ακόμη περισσότεροι τραυματίες ήταν το αποτέλεσμα.
Η εικόνα που αποτύπωσε το δράμα ήταν εκείνη της μάνας του Τάσου Τούση, ενός 25χρονου αυτοκινητιστή από το Ασβεστοχώρι, που θρηνούσε πάνω από τη σορό του γιου της. Το σώμα του είχε τοποθετηθεί πρόχειρα πάνω σε μια πόρτα – η φωτογραφία έγινε σύμβολο.
Μερικές ώρες μετά τη δημοσίευσή της στον «Ριζοσπάστη», ο νεαρός τότε Γιάννης Ρίτσος, συγκλονισμένος, κλείνεται στο σπίτι του και μέσα σε λιγότερο από τρεις ημέρες γράφει τον «Επιτάφιο», ένα από τα πλέον σπουδαία ποιήματα της ελληνικής λογοτεχνίας και – δεκαετίες αργότερα – της ελληνικής μουσικής.
«Η Θεσσαλονίκη στο αίμα»
Στα φύλλα της εποχής, όπως στα «Αθηναϊκά Νέα» της 10ης Μαΐου 1936, καταγράφονται με δραματικό τόνο οι σκηνές της κηδείας των νεκρών: πάνω από 80.000 άνθρωποι ξεχύθηκαν στους δρόμους, αψηφώντας την κρατική βία. Τα συνθήματα ήταν σπαρακτικά: «Κάτω οι δολοφόνοι», «Συνδικαλιστικές ελευθερίες», «Παραίτηση της κυβέρνησης».
Το φέρετρο του Τάσου Τούση, στολισμένο με άνθη, γίνεται σύμβολο μιας γενιάς που ζητά να ακουστεί.
Από το ποίημα στο τραγούδι
Η πορεία του «Επιταφίου» δεν σταματά στο χαρτί. Δύο δεκαετίες αργότερα, ο Ρίτσος στέλνει την ποιητική συλλογή στον Μίκη Θεοδωράκη στο Παρίσι. Ο συνθέτης, συγκινημένος, τη μελοποιεί μέσα σε ένα απόγευμα, περιμένοντας τη σύζυγό του στο αυτοκίνητο.
Το 1960, ο Μάνος Χατζιδάκις ενορχηστρώνει πρώτος το έργο και αναθέτει την ερμηνεία στη Νάνα Μούσχουρη. Αν και λυρικό, το αποτέλεσμα δεν πείθει τον Θεοδωράκη, ο οποίος επιστρέφει στην Ελλάδα και το ξαναηχογραφεί με Γρηγόρη Μπιθικώτση, Μανώλη Χιώτη και τη λαϊκή ορχήστρα που ήθελε.
Η επιλογή ήταν ρηξικέλευθη: η υψηλή ποίηση παντρεύεται με το λαϊκό τραγούδι και η «μάχη των Επιταφίων» ξεκινά.
Η σύγκρουση πολιτισμών
Η διαμάχη που ξέσπασε δεν ήταν μόνο αισθητική. Ο Θεοδωράκης αργότερα θα δηλώσει πως η αντιπαράθεση έκρυβε πολιτικά και πολιτισμικά ερωτήματα:
-
Έχει θέση το μπουζούκι στον «υψηλό» πολιτισμό;
-
Είναι η λαϊκή μουσική τρόπος έκφρασης επαναστατικής σκέψης;
-
Μπορεί η Αριστερά να εκπροσωπηθεί καλλιτεχνικά χωρίς να υποταχθεί στην αστική αισθητική;
Η αντιπαράθεση Δύσης – Ανατολής, Αριστεράς – Δεξιάς, βρήκε πρόσφορο έδαφος στην τέχνη. Ο «Επιτάφιος» έγινε το επίκεντρο αυτής της ιδεολογικής σύγκρουσης.
Το έργο που ένωσε
Παρά τις αντιπαραθέσεις, ο «Επιτάφιος» τελικά αγκαλιάστηκε από τον λαό. Έγινε ύμνος μνήμης, σύμβολο αντίστασης και σταθμός στη μελοποιημένη ποίηση.
Όπως είπε κάποτε ο Μίκης:
«Χωρίς τον Χατζιδάκι, ίσως να μην είχα μπει στον στίβο του ελληνικού τραγουδιού. Ο “Επιτάφιος” μας ένωσε, ακόμα κι όταν φαινομενικά μας χώριζε».
Ένα ποίημα αθάνατο
Σήμερα, σχεδόν 90 χρόνια μετά, ο «Επιτάφιος» συνεχίζει να συγκινεί, να εμπνέει και να θυμίζει:
Ότι η τέχνη γεννιέται μέσα στον πόνο, αλλά αντέχει στον χρόνο.
Ότι μια μάνα που θρηνεί, μπορεί να γίνει φωνή ενός έθνους.
Και ότι, τελικά, εκείνο το στίχο του Ρίτσου:
«Μέρα Μαγιού μου μίσεψες»,
δεν τον τραγουδούν μόνο οι ζωντανοί —
τον ψιθυρίζουν κι όσοι πέρασαν,
δίνοντας νόημα στην Ιστορία.

Ο Μίκης Θεοδωράκης με τον Γιάννη Ρίτσο στην ιστορική συναυλία στο Στάδιο Καραϊσκάκη το 1974.

Η πρώτη έκδοση της ποιητικής συλλογής του Γιάννη Ρίτσου