Ήταν 5 Μαΐου του 2010 όταν διοργανώθηκε στην Αθήνα ένα από τα μεγαλύτερα συλλαλητήρια της μεταπολίτευσης,ενάντια στα οικονομικά μέτρα και την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου από τον Γιώργο Παπανδρέου. Εκείνη τη μέρα είχε προκηρυχθεί γενική απεργία και ο όγκος της κύριας διαδήλωσης υπολογίστηκε σε περίπου 150.000 ανθρώπους. Όταν η διαδήλωση έφθασε στη Σταδίου, άγνωστοι με καλυμμένα πρόσωπα πέταξαν μολότοφ στο βιβλιοπωλείο Ιανός και στο υποκατάστημα της τράπεζας Marfin.
Ορισμένοι εκείνη τη στιγμή τούς ενθάρρυναν, φωνάζοντας προς τους υπαλλήλους της τράπεζας «Να καείτε ζωντανοί», ενώ άλλοι διαδηλωτές τούς παρότρυναν να σταματήσουν. Ξέσπασε πυρκαγιά και οι εργαζόμενοι έτρεξαν στην ταράτσα του κτιρίου και τα μπαλκόνια για να σωθούν από την ασφυξία. Τρεις δεν τα κατάφεραν: η Αγγελική Παπαθανασοπούλου, 32 ετών (έγκυος τεσσάρων μηνών), ο Επαμεινώνδας Τσάκαλης, 36 ετών και η Παρασκευή Ζούλια, 35 ετών.
Λίγες ημέρες αργότερα, έφθασε στην Αστυνομία μια ανώνυμη επιστολή που φέρεται να ανέφερε ονόματα των εμπρηστών. Η αστυνομική έρευνα είχε πολλά κενά, παρ’ όλα αυτά παραπέμφθηκαν σε δίκη δύο άτομα, ένας για τη Marfin και ο δεύτερος για τον Ιανό, οι οποίοι αρνήθηκαν κατηγορηματικά ότι συμμετείχαν στα επεισόδια. Τον Οκτώβριο του 2016 και οι δύο αθωώθηκαν. Οι δράστες παραμένουν έως σήμερα στο «σκοτάδι». Από την άλλη, οι υπεύθυνοι της τράπεζας κρίθηκαν ένοχοι για ανθρωποκτονία εξ αμελείας και παραλείψεις στα μέτρα πυρασφάλειας και καταδικάστηκαν σε ποινές για πλημμελήματα. Υπάλληλοι και συγγενείς των θυμάτων κατήγγειλαν ότι βρίσκονταν στο κτίριο τη μέρα της απεργίας υπό τον φόβο να απολυθούν. Αργότερα διεκδίκησαν και πέτυχαν μεγάλες αποζημιώσεις.
Ο αρχισυντάκτης του VICE Greece, Φροίξος Φυντανίδης, θύμαται πώς είχε ζήσει τα δραματικά γεγονότα εκείνες τις μέρες, μέσα από ένα κείμενο που είχε γράψει στις αρχές του Μαΐου 2010 στο free press FAQ.
Είμαι κάπως μπερδεμένος. Μέχρι πρόσφατα νόμιζα ότι ζούμε σε έναν κόσμο. Αλλά τώρα τελευταία έχω την εντύπωση ότι ζούμε ανάμεσα σε δύο κόσμους. Και το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι αυτοί οι κόσμοι δεν έχουν και μεγάλη απόσταση μεταξύ τους. Για την ακρίβεια, δεν έχουν καθόλου απόσταση – η αλλαγή γίνεται μέσα σε μερικά μέτρα. Και πότε είμαστε στον έναν κόσμο και πότε στον άλλο. Κοινώς, είμαστε στον κόσμο μας – αλλά αυτό δεν ήταν και κανένα μεγάλο μυστικό, για να πω την αλήθεια. Ναι, με έπιασε πάλι και γράφω ό,τι μου έρχεται. Γιατί; Μάλλον θα φταίει η «βόλτα» της περασμένης Τετάρτης – για όσους έχουν χαλαρή μνήμη, μιλάω για την Τετάρτη που τρεις (θέλεις τέσσερις, τότε τέσσερις) ψυχές έχασαν τη ζωή τους στη Marfin της Σταδίου. Και όταν λέω «βόλτα», δεν εννοώ βόλτα για να περάσει η ώρα. Δεν ξέρω για ποιο λόγο. Το είχα ανάγκη εκείνη τη μέρα να περπατήσω στη Σταδίου, όταν οι πορείες είχαν τελειώσει και το κέντρο ήταν γεμάτο αστυνομικούς και απορριμματοφόρα του Δήμου (όχι, δεν καθαρίζουν έτσι τα πράγματα). Και περπατούσα στη Σταδίου και με έπιανε θλίψη. Για όλα όσα είχαν γίνει. Για μια κοπελιά, ήταν-δεν ήταν 30 ετών, που καθόταν σε ένα παγκάκι στην Κλαυθμώνος και έκλαιγε. Και μετά από λίγο με έπιαναν τα νεύρα μου. Για όλα όσα είχαν γίνει. Για κάτι δημοσιογράφους καναλιών που εξηγούσαν απαθέστατα ο ένας στον άλλο πώς θα κάνουν το drama τους μπροστά στην κάμερα – πολύ κλάμα, πολλά νούμερα. Και συνέχισα να περπατάω.
Και βγήκα από Σταδίου και τα μάτια ψιλοέτσουζαν κάπως από τα χημικά που έπεφταν βροχή τις προηγούμενες ώρες. Και έφτασα στο «βομβαρδισμένο» Σύνταγμα. Ίδια εικόνα. Πήρα τη Φιλελλήνων, βγήκα Αμαλίας, έφθασα Συγγρού και συνέχισα τη «βόλτα» μου ανάμεσα στα καμένα. Και όπως περνούσα από τα «σύνορα» του Φιξ, είχα την εντύπωση ότι είχα περάσει σε άλλη χώρα. Τα καφέ στο Κουκάκι γεμάτα – καρφίτσα δεν έπεφτε. Κόσμος να πίνει την μπίρα του, να μιλάει, να γελάει. Λες και ήταν μια ακόμη κλασική μέρα που μετά τη δουλειά ήθελες απλώς να χαλαρώσεις και να απολαύσεις τη στιγμή. Ούτε «άρωμα» χημικών στον αέρα, ούτε κλάματα, ούτε φάτσες που τα είχαν δει όλα πιο πριν. Και όσο περπατούσα στη Συγγρού, τόσο περισσότερο σιγουρευόμουν για την ύπαρξη των δύο κόσμων – τα μαγαζιά (δηλαδή, τα πολυκαταστήματα) ήταν ανοιχτά, με κόσμο και με τους υπαλλήλους να εξυπηρετούν χαμογελαστοί. Και όσο απομακρυνόσουν από τον… τόπο του εγκλήματος, τόσο είχες την αίσθηση ότι όλα όσα είχαν συμβεί το πρωί ήταν ένα όνειρο – για την ακρίβεια, ένας εφιάλτης. Όμως δεν ήταν. Και η επόμενη μέρα απλά ήταν η επιβεβαίωση των δύο κόσμων. Μην κοιτάς το λαβωμένο κέντρο. Ναι, αυτό ακόμα ήταν μουδιασμένο και φοβισμένο. Αλλά ένα δεκάλεπτο απόσταση από τη Σταδίου (θέλεις Πανόρμου, θέλεις Γκάζι; Διάλεξε, δεν κάνει διαφορά) τα πάντα κυλούσαν σε φυσιολογικούς ρυθμούς. Λες και τα γεγονότα της Τετάρτης συνέβησαν σε έναν άλλο κόσμο. Όχι στον δικό μας.
ΥΓ.: Ανατριχίλα. Το να περπατάς στη Σταδίου και να μυρίζει παντού καμένο. Είναι μια μυρωδιά -σε συνδυασμό με τις εικόνες- που απλά σου τρυπάει το μυαλό.