Η υπόθεση του «βιαστή με την τυρόπιτα»: Ο εφιάλτης των τουριστριών και η πολιτική αντιπαράθεση που ξεσήκωσε θύελλα
Η επανεμφάνιση της Ζωής Κωνσταντοπούλου στο πολιτικό προσκήνιο και η πρόσφατη σύγκρουσή της με τον υπουργό Δικαιοσύνης, Γιώργο Φλωρίδη, στη Βουλή, ξαναφέρνουν στην επικαιρότητα μια από τις πιο σκοτεινές υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης των τελευταίων δεκαετιών: την υπόθεση του «βιαστή με την τυρόπιτα». Ένα φρικιαστικό χρονικό, όπου τέσσερις γυναίκες, τουρίστριες από Καναδά, Αυστραλία και Δανία, έπεσαν θύματα βιασμού στην καρδιά της Αθήνας, από έναν κατά συρροή δράστη που τις νάρκωνε με Stilnox κρυμμένο μέσα σε τυρόπιτες.
Το χρονικό ενός οργανωμένου εγκλήματος
Το 2005, ο Εμμανουήλ Αριστόβουλος, πατέρας δύο παιδιών και εργαζόμενος σε ναυτιλιακή εταιρεία, έστηνε καρτέρι στην Πλάκα, πλησιάζοντας ανυποψίαστες τουρίστριες με πρόσχημα μια φιλική ξενάγηση στα αρχαία αξιοθέατα. Υποδυόταν τον Ελληνογάλλο πιλότο της Air France, κέρδιζε την εμπιστοσύνη των θυμάτων του, τους προσέφερε φαγητό – κυρίως τυρόπιτες με υπνωτικά – και στη συνέχεια, αφού τις νάρκωνε, τις οδηγούσε σε ξενοδοχεία όπου τις κακοποιούσε σεξουαλικά.
Το πρώτο θύμα, η Καναδή Ντάνα Μαρί Σέιντ, κατήγγειλε τον βιασμό της περιγράφοντας με ανατριχιαστική ακρίβεια την εξαπάτησή της, την απώλεια συνείδησης και το ξύπνημα σε δωμάτιο ξενοδοχείου, γυμνή και σοκαρισμένη. Τέσσερις ακόμη γυναίκες κατήγγειλαν παρόμοια περιστατικά, οδηγώντας τελικά στην ταυτοποίηση και σύλληψη του δράστη το φθινόπωρο του 2005. Ο ίδιος αρχικά ομολόγησε, κάνοντας λόγο για ψυχολογικά προβλήματα, αλλά αργότερα άλλαξε στάση, αρνούμενος τις κατηγορίες και ισχυριζόμενος ότι υπήρχε συναίνεση.
Η υπεράσπιση και η μακρόσυρτη διαδικασία
Ο Αριστόβουλος ανέθεσε την υπεράσπισή του στη δικηγόρο Ζωή Κωνσταντοπούλου, η οποία τότε δεν είχε αναμιχθεί ακόμη ενεργά στην πολιτική σκηνή. Η δίκη εξελίχθηκε σε δικαστικό Γολγοθά, με συνεχείς αναβολές μεταξύ 2006 και 2013. Οι αναβολές, που συχνά προέκυπταν από ενστάσεις της υπεράσπισης ή απουσίες μαρτύρων, ανάγκασαν τα θύματα να ταξιδεύουν επανειλημμένα από την Αυστραλία και τον Καναδά στην Ελλάδα, υποβάλλοντάς τες σε ατέλειωτα έξοδα και ψυχολογική εξουθένωση.
Η Καναδή δημοσιογράφος και blogger Νάταλι Κάρνιφ, ένα από τα θύματα, απηύθυνε το 2014 ανοιχτή επιστολή προς την Κωνσταντοπούλου, ζητώντας να λήξει επιτέλους η υπόθεση:
«Φανταστείτε να ξυπνάτε σε ένα ξένο δωμάτιο, χωρίς ρούχα, με ένα σώμα που σας πονά και το μυαλό σας να αδυνατεί να καταλάβει τι συνέβη. […] Τώρα φανταστείτε να πρέπει να επιστρέψετε σε εκείνη τη χώρα ξανά και ξανά για δίκες που διαρκώς αναβάλλονται.»
Η τελική καταδίκη και η πρόωρη αποφυλάκιση
Ο δράστης τελικά καταδικάστηκε σε 12 χρόνια κάθειρξης, ποινή που μειώθηκε σε 10 χρόνια σε δεύτερο βαθμό. Το 2015 αποφυλακίστηκε, αξιοποιώντας τον «νόμο Παρασκευόπουλου» που στόχευε στην αποσυμφόρηση των φυλακών. Η τότε πρόεδρος της Βουλής, Ζωή Κωνσταντοπούλου, εξέφρασε «ανακούφιση» για την ψήφιση του νόμου, προκαλώντας αντιδράσεις από πολιτικούς και πολίτες, ιδίως με φόντο την υπεράσπιση του Αριστόβουλου.
Η σύγκρουση στη Βουλή: Το «κατηγορώ» του Φλωρίδη
Ο Γιώργος Φλωρίδης, από το βήμα της Βουλής, κατηγόρησε ευθέως τη Ζωή Κωνσταντοπούλου ότι υπέβαλε τέσσερις γυναίκες σε πολυετή δικαστικά βασανιστήρια για χάρη του πελάτη της, λέγοντας:
«Υπάρχουν οι καταγγελίες των γυναικείων οργανώσεων. Για τα βασανιστήρια που κάνατε σε εκείνες τις γυναίκες. Μπρος-πίσω. Επτά χρόνια. Να έρχονται από τον Καναδά και την Αυστραλία και να φεύγουν άπρακτες. Αυτό είναι Δικαιοσύνη;»
Η πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας αντέδρασε έντονα φωνάζοντας «ψέματα» και καταγγέλλοντας την επίθεση εις βάρος της ως πολιτικά υποκινούμενη και ανήθικη. Ωστόσο, η συγκεκριμένη υπόθεση φέρνει στο φως σοβαρά ερωτήματα για τη σχέση δικηγορίας και πολιτικής, για το πώς η υπεράσπιση ενός κατηγορουμένου μεταφέρεται στο ηθικό και πολιτικό πεδίο.
Το συλλογικό τραύμα και η ευθύνη της πολιτείας
Πέρα από την πολιτική αντιπαράθεση, η υπόθεση Αριστόβουλου είναι πάνω απ’ όλα μια υπενθύμιση της αδυναμίας του δικαστικού μας συστήματος να σταθεί δίπλα στα θύματα σεξουαλικών εγκλημάτων. Η πολυετής ταλαιπωρία των θυμάτων, οι συνεχείς αναβολές, η αδιαφορία των αρχών, αλλά και η πρόωρη αποφυλάκιση ενός καταδικασμένου βιαστή, καταδεικνύουν πόσο δύσκολο είναι για τις γυναίκες να βρουν δικαίωση, ειδικά όταν δεν είναι καν πολίτες αυτής της χώρας.
Η υπόθεση του «βιαστή με την τυρόπιτα» είναι ένας ζωντανός εφιάλτης που παραμένει ανεπούλωτος για τα θύματα, αλλά και μια πληγή στο σώμα της ελληνικής Δικαιοσύνης. Είναι καθήκον της πολιτείας να διασφαλίσει πως τέτοιες τραγωδίες δεν θα επαναληφθούν — ούτε στα δικαστήρια, ούτε στους δρόμους γύρω από την Ακρόπολη.