Το Υπουργείο Ναυτιλίας και το Οικονομικό Επιτελείο της κυβέρνησης έχουν ξεκινήσει προσπάθειες για την αντιμετώπιση της επικείμενης αύξησης στις τιμές των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων από την 1η Μαΐου, λόγω της υποχρεωτικής χρήσης ακριβότερων καυσίμων χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο. Αυτή η κίνηση ευθυγραμμίζεται με τις διεθνείς περιβαλλοντικές απαιτήσεις, αλλά φέρνει σημαντικές οικονομικές προκλήσεις τόσο για τους επιβάτες όσο και για τις ακτοπλοϊκές εταιρείες.
Σύμφωνα με πηγές του Υπουργείου Ναυτιλίας, το 2023 παρατηρήθηκε αύξηση 1,1% στην τιμή του ακτοπλοϊκού ναύλου, με τον μέσο όρο να διαμορφώνεται στα 27,23 ευρώ για τα 24,9 εκατομμύρια εισιτήρια που εκδόθηκαν. Οι ίδιες πηγές επισημαίνουν ότι οι συζητήσεις με τα συναρμόδια υπουργεία και η συνεργασία με την Επιτροπή Ανταγωνισμού συνεχίζονται για τη διερεύνηση πιθανών καταχρηστικών πρακτικών από εταιρείες με δεσπόζουσα θέση στην αγορά.
Η χρήση του νέου καυσίμου Marine Gas Oil (MGO) αποτελεί βασική αιτία της αύξησης. Το MGO είναι καθαρότερο και συμμορφώνεται με τους διεθνείς κανονισμούς, όπως αυτοί ορίζονται από τον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (IMO) και το FuelEU Maritime. Αν και το καύσιμο αυτό είναι ήδη σε χρήση από τα ταχύπλοα, η γενικευμένη εφαρμογή του στα συμβατικά πλοία αυξάνει το λειτουργικό κόστος.
Ο Υπουργός Ναυτιλίας, Χρήστος Στυλιανίδης, έχει δηλώσει ότι η κυβέρνηση εξετάζει τρόπους να μετριάσει τις συνέπειες της αύξησης στις τιμές των εισιτηρίων. Προτείνεται οι εισπράξεις από το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ETS) να επιστρέφονται στην ακτοπλοΐα ως αποζημίωση για τη στήριξη της πράσινης μετάβασης. Η εφαρμογή αυτής της πρότασης απαιτεί τη συνεργασία με το Υπουργείο Ενέργειας και άλλους φορείς.
Από την πλευρά τους, οι ακτοπλοϊκές εταιρείες έχουν καταθέσει προτάσεις για τη μείωση του κόστους που μετακυλίεται στους επιβάτες. Ο πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας (ΣΕΕΝ), Διονύσης Θεοδωράτος, υπογραμμίζει ότι το καύσιμο αποτελεί το 47% του λειτουργικού κόστους ενός πλοίου. Προτείνει την κρατική επιδότηση της διαφοράς κόστους μεταξύ του MGO και του VLFO, καθώς και τη μείωση του ΦΠΑ στα εισιτήρια των οχημάτων από 24% σε 13%. Η μείωση αυτή, σύμφωνα με τον κ. Θεοδωράτο, δεν θα επιφέρει σημαντική απώλεια εσόδων για το κράτος και μπορεί να ελεγχθεί μέσω του παρατηρητηρίου τιμών του Υπουργείου Ναυτιλίας.
Επιπλέον, ο ΣΕΕΝ υποστηρίζει τη μείωση του ΦΠΑ και στα εισιτήρια των επιβατών, σημειώνοντας ότι οι τιμές στην Ελλάδα είναι υψηλότερες σε σύγκριση με άλλες χώρες, όπως η Ιταλία όπου ο ΦΠΑ είναι μόλις 10%. Η μείωση του ΦΠΑ θα μπορούσε να συμβάλει στη μείωση της τιμής των εισιτηρίων, κάνοντας τις μετακινήσεις πιο προσιτές.
Ο κ. Θεοδωράτος αναφέρει ότι το κόστος των εισιτηρίων σε άλλα μέσα μεταφοράς, όπως τα ΚΤΕΛ, επιδοτείται από το κράτος, ενώ στην ακτοπλοΐα το αντίστοιχο κόστος επιβαρύνει τις εταιρείες. Παράλληλα, το 32%-34% των εισιτηρίων περιλαμβάνει υποχρεωτικές εκπτώσεις για ευπαθείς ομάδες ή εμπορικές εκπτώσεις που παρέχουν οι ίδιες οι εταιρείες.
Η κυβέρνηση φαίνεται να εξετάζει και την εφαρμογή της ρήτρας καυσίμου, που ήδη ισχύει για τις άγονες γραμμές. Η συγκεκριμένη ρήτρα επιτρέπει τη μεταβολή της τιμής των εισιτηρίων ανάλογα με την τιμή του καυσίμου, γεγονός που θα μπορούσε να μειώσει την πίεση από τις αυξήσεις.
Συμπερασματικά, η αντιμετώπιση της αύξησης του κόστους των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων απαιτεί μια ισορροπημένη προσέγγιση που να συνδυάζει κρατική υποστήριξη, φορολογικές ελαφρύνσεις και διαφανείς πρακτικές από τις ναυτιλιακές εταιρείες. Με τη σωστή εφαρμογή των προτεινόμενων μέτρων, η ελληνική ακτοπλοΐα μπορεί να συνεχίσει να εξυπηρετεί τους επιβάτες με λογικό κόστος, ενώ ταυτόχρονα να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις της πράσινης μετάβασης.