Στις 18 Ιανουαρίου 1919 ξεκίνησε τις εργασίες της η Συνδιάσκεψη των Παρισίων για τον καθορισμό των όρων της συνθήκης ειρήνης με την οποία θα τερματιζόταν ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ευρώπη. Κατά τη διάρκεια της Συνδιάσκεψης, στο Παρίσι συγκεντρώθηκε η αφρόκρεμα του παγκόσμιου πολιτικού και διπλωματικού κόσμου. Συνολικά 32 αντιπρόσωποι κρατών έλαβαν μέρος, από τους οποίους ξεχώριζαν οι ηγέτες των νικητριών δυνάμεων, της Γαλλίας Ζορζ Κλεμανσό, του Ηνωμένου Βασιλείου Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ, των ΗΠΑ Γούντροου Γουίλσον και της Ιταλίας Βιτόριο Ορλάντο.
Ανάμεσα στις προσωπικότητες που συγκέντρωσαν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και εντυπωσίασαν με την παρουσία τους ήταν και ο Έλληνας πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος. Από την πρώτη στιγμή που έφθασε στη γαλλική πρωτεύουσα, φρόντισε να επικοινωνήσει με τον καλύτερο τρόπο τις ελληνικές εθνικές επιδιώξεις. Οι ομόλογοί του τον θαύμαζαν, ο Λόιντ Τζορτζ τον χαρακτήρισε ως τον «μεγαλύτερο πολιτικό άνδρα της Ελλάδας από την εποχή του Περικλή», ενώ ο Αμερικανός πρόεδρος Ουίλσον εκμυστηρεύθηκε πως ο Βενιζέλος ήταν ο «σημαντικότερος άνθρωπος που είχε γνωρίσει».
Στις 3 και 4 Φεβρουαρίου 1919 ο Βενιζέλος παρουσίασε ενώπιον του Συνεδρίου των αντιπροσώπων τις ελληνικές διεκδικήσεις στη Μικρά Ασία. Σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, ήταν πολύ καλά προετοιμασμένος, χρησιμοποιώντας, όποτε έκρινε αναγκαίο, στατιστικούς χάρτες, τους οποίους είχε εκπονήσει ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γεώργιος Σωτηριάδης. Κεντρική του θέση υπήρξαν τα επί αιώνες απαράγραπτα δίκαια του Ελληνισμού στην περιοχή και η καταπίεση που είχε υποστεί από τους Οθωμανούς. Οι Έλληνες διεκδικούσαν το βιλαέτι της Σμύρνης, τα Δωδεκάνησα, τη Βόρεια Ήπειρο και το σύνολο της Θράκης.
Ο Βενιζέλος δεν έκανε κάποια αναφορά στην Κύπρο, ώστε να μη δυσαρεστήσει τους Βρετανούς συμμάχους της Ελλάδας, ενώ παράλληλα παραιτήθηκε από τη διεκδίκηση της Κωνσταντινούπολης. Ο ίδιος, άλλωστε, αστειευόμενος έλεγε ότι ίσως να ήταν «ο μόνος Έλληνας στον κόσμο που απέρριπτε την Κωνσταντινούπολη». Δεν επρόκειτο φυσικά για απόρριψη, καθώς γνώριζε καλύτερα από κάθε άλλον να εναρμονίζει τα γεωστρατηγικά συμφέροντα της χώρας του με εκείνα των Μεγάλων Δυνάμεων, εκτιμώντας πως μονάχα με αυτόν τον τρόπο θα πετύχαινε τον σκοπό του. Με την ομιλία του συγκλόνισε τους ακροατές και στο τέλος απευθύνθηκε στα συναισθήματά τους. «Μετά την τραγική εμπειρία ενός ολόκληρου αιώνα είναι αδύνατον να εμπιστευθούμε το μέλλον των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις πρόσφατες απόπειρες μεταρρυθμίσεων», δήλωσε.
Στις 11.00 το πρωί της 29ης Απριλίου/12ης Μαΐου 1919 πραγματοποιήθηκε η κρίσιμη συνάντηση του Ανωτάτου Πολεμικού Συμβουλίου των συμμάχων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στη συνάντηση του συμβουλίου ελήφθη η απόφαση της αποστολής ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στην περιοχή της Σμύρνης. Λίγη ώρα αργότερα, εστάλη επείγουσα πρόσκληση στον Βενιζέλο να προσέλθει αμέσως στον χώρο των συνεδριάσεων του συμβουλίου. Ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν έκρυψε τη συγκίνησή του, μόλις του ανακοίνωσε ο Βρετανός ομόλογός του και προσωπικό του φίλος Λόιντ Τζορτζ την απόφαση των συμμάχων. Το μεγαλύτερο όνειρο πολλών γενεών Ελλήνων επιτέλους εκπληρωνόταν. Στις άλλες αντιπροσωπείες, βέβαια, επικρατούσε κάποια αμηχανία. Οι Ιταλοί δυσφορούσαν για την επιδίκαση της Σμύρνης στην Ελλάδα, ενώ και το Foreign Office διαφωνούσε με την πολιτική του Λόιντ Τζορτζ στο ζήτημα.
Με κατεπείγον τηλεγράφημά του προς το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών ο Βενιζέλος ανακοίνωσε την απόφαση των συμμάχων για τη Σμύρνη. Σε εφαρμογή των αποφάσεων του Ανωτάτου Συμβουλίου, δεκάδες πλοία του συμμαχικού στόλου κατέπλευσαν στο λιμάνι της Σμύρνης την 1η/14η Μαΐου ως προάγγελος της ελληνικής απόφασης. Δεκατέσσερα πλοία υπό την προστασία αντιτορπιλικών και άλλων πολεμικών πλοίων ανέλαβαν τη μεταφορά της 1ης Μεραρχίας υπό τις διαταγές του συνταγματάρχη Νικόλαου Ζαφειρίου από τις Ελευθερές Καβάλας στη Σμύρνη.
Στις 8.00 το πρωί της 2ας/15ης Μαΐου 1919 ξεκίνησε η απόβαση των Ελλήνων στρατιωτών με επικεφαλής το 1/38 Τάγμα Ευζώνων. Χιλιάδες Έλληνες Μικρασιάτες με δάκρυα στα μάτια υποδέχτηκαν τους Έλληνες στρατιώτες στην προκυμαία του λιμανιού της Σμύρνης. Επικεφαλής τους ήταν ο μητροπολίτης Χρυσόστομος, ένας ιεράρχης με μεγάλη δράση την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, όταν διατελούσε μητροπολίτης Δράμας. Ολόκληρη η παραλιακή λεωφόρος της Σμύρνης είχε γεμίσει από ελληνικές σημαίες. Ο πόθος των ταλαιπωρημένων από τις διώξεις των Νεότουρκων Ελλήνων Μικρασιατών έμοιαζε να γίνεται πραγματικότητα.