Ξεκινούν τη μέρα τους με «Καψούρα είναι θα περάσει», βάζουν ζελέ και κοιτιούνται στον καθρέφτη τραγουδώντας «Ρίτα Ριτάκι». Νομίζουν ότι είναι «Ο βασιλιάς της νύχτας», αλλά στην πραγματικότητα είναι απλά «Ένα ψεύτικο φεγγάρι».
Στις παρέες μιλάνε με ύφος «Εγώ ο δυνατός», ενώ γύρω τους όλοι ψιθυρίζουν «Άσε μας κουκλίτσα μου». Και κάθε φορά που πάνε να το παίξουν σοβαροί, καταλήγουν να φωνάζουν «Τα καγκέλια, τα καγκέλια» με το μικρόφωνο στο χέρι.
Νομίζουν ότι κυβερνάνε τον τόπο, αλλά το μόνο που κυβερνάνε είναι το jukebox που παίζει «Φεγγάρι μου χλωμό», «Δεν θα ξαναγαπήσω» και «Έλα, γεια». Κάθε τους απόφαση είναι σαν «Το τρένο φεύγει στις οχτώ» – πάντα για αλλού και ποτέ στον προορισμό.
Στις δημόσιες εμφανίσεις έχουν το ύφος του «Σπουδαίοι και τρανοί», μα όταν κλείνουν τα φώτα μένουν μόνοι να σιγοτραγουδούν «Περασμένες μου αγάπες». Και καλά το παίζουν «Ο πιο καλός ο μαθητής», αλλά οι βαθμοί τους είναι μόνιμα «Μη μιλάς, μη γελάς, κινδυνεύει η Ελλάς».
Το χειρότερο; Νομίζουν ότι οι πολίτες τραγουδάνε γι’ αυτούς «Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη ξημερώματα», ενώ στην πραγματικότητα όλοι μαζί τους αφιερώνουν το αξεπέραστο:
«Περνάς κυρία μου».
Κι έτσι, εκείνοι μένουν να χειροκροτούν τον εαυτό τους, με ένα ποτήρι στο χέρι και soundtrack ζωής το αλησμόνητο:
«Κάτσε καλά, Γεράσιμε».
ΜΑΡΚΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ



































