Η Ελλάδα βιώνει μια από τις βαθύτερες δημογραφικές κρίσεις της Ευρώπης, με την υπογεννητικότητα να έχει λάβει πλέον διαστάσεις εθνικού προβλήματος. Το φαινόμενο ξεκίνησε να διαφαίνεται ήδη από τη δεκαετία του 1970, όταν οι γεννήσεις έπεσαν κάτω από το όριο αναπλήρωσης του πληθυσμού, και σήμερα εξελίσσεται σε έναν αργό αλλά σταθερό δημογραφικό κατήφορο.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το 2022 καταγράφηκαν 76.541 γεννήσεις έναντι 140.801 θανάτων, γεγονός που σημαίνει ότι η χώρα έχασε πληθυσμό ίσο με μια μικρή πόλη μέσα σε έναν χρόνο. Για να αντιληφθεί κανείς την πτώση, αρκεί να θυμηθεί ότι το 1980 οι γεννήσεις ανέρχονταν σε 148.000, σχεδόν διπλάσιες από σήμερα.
Το Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (Ι.Δ.Ε.Μ.) κατατάσσει την Ελλάδα στις πέντε χώρες με τη χαμηλότερη γονιμότητα στην Ευρώπη. Ο δείκτης γονιμότητας παραμένει εδώ και δεκαετίες κάτω από 1,5 παιδιά ανά γυναίκα, όταν το όριο αναπλήρωσης του πληθυσμού είναι 2,1. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως κάθε γενιά Ελλήνων είναι αριθμητικά μικρότερη από την προηγούμενη.
Οι προβολές της Eurostat είναι ανησυχητικές: ο πληθυσμός της Ελλάδας, που το 2011 στην απογραφή έφτανε τα 10,8 εκατομμύρια, εκτιμάται ότι θα μειωθεί σε 8,9 εκατομμύρια το 2050 και ενδεχομένως κάτω από 7,5 εκατομμύρια μέχρι το 2100. Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι ότι η σύνθεση του πληθυσμού αλλάζει ριζικά: μέχρι το 2050, ένας στους τρεις Έλληνες θα είναι άνω των 65 ετών. Αυτό μεταφράζεται σε τεράστιες πιέσεις για το ασφαλιστικό, την υγεία και την αγορά εργασίας.

Οι μελέτες επισημαίνουν ότι η υπογεννητικότητα δεν είναι αποτέλεσμα «εθνικής ιδιαιτερότητας», αλλά κοινωνικοοικονομικών συνθηκών. Στις χώρες της βόρειας Ευρώπης, όπου η γονιμότητα παραμένει κοντά στο 1,8–2 παιδιά ανά γυναίκα, το κράτος πρόνοιας, οι πολιτικές στήριξης της μητρότητας και η συμφιλίωση εργασίας–οικογένειας έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Στον αντίποδα, στην Ελλάδα και γενικότερα στον ευρωπαϊκό νότο, η απουσία σταθερών πολιτικών, οι χαμηλοί μισθοί, η εργασιακή ανασφάλεια και το υψηλό κόστος ζωής εμπόδισαν τις νέες γενιές να αποκτήσουν τον αριθμό παιδιών που επιθυμούσαν. Οι γιαγιάδες μας γεννούσαν τουλάχιστον πέντε παιδιά και οι σημερινές γυναίκες μετά βίας ένα ή δύο. Τα ζευγάρια που φέρνουν στον κόσμο περισσότερα από τρία παιδιά θεωρούνται πλέον κάτι σαν ”ήρωες” της ζωής. Σημαντικό ρόλο παίζει βέβαια και η απόφαση πολλών γυναικών να μορφωθούν περισσότερο και να κάνουν καριέρα, αναβάλλοντας συνεχώς για αργότερα την δημιουργία οικογένειας.

Στο ζήτημα παρεμβαίνει και η πολιτική διάσταση. Οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης έφεραν στο προσκήνιο τη στήριξη των πολύτεκνων οικογενειών, με μέτρα που αφορούν επιδόματα, φοροελαφρύνσεις και ενίσχυση των δομών φύλαξης παιδιών. Ωστόσο, παραμένει ανοιχτή η πληγή της μη εξομοίωσης των τριτέκνων με τους πολύτεκνους. Παρά τις διαρκείς υποσχέσεις όλων των κυβερνήσεων, οι τρίτεκνοι συνεχίζουν να μην απολαμβάνουν τα ίδια προνόμια με τις πολύτεκνες οικογένειες, γεγονός που αποθαρρύνει χιλιάδες ζευγάρια να κάνουν το τρίτο παιδί.
Η κατάσταση επιβαρύνθηκε δραματικά και από την οικονομική κρίση της δεκαετίας 2010–2020. Η ανεργία, η μετανάστευση χιλιάδων νέων στο εξωτερικό και η αβεβαιότητα για το μέλλον περιόρισαν ακόμη περισσότερο τις γεννήσεις. Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, πάνω από 450.000 νέοι Έλληνες μετανάστευσαν σε χώρες του εξωτερικού από το 2010 έως το 2020, στερώντας από την Ελλάδα όχι μόνο εργατικό δυναμικό αλλά και τη δυνατότητα για χιλιάδες γεννήσεις που θα μπορούσαν να είχαν γίνει εδώ.

Αντίθετα, οι χώρες που αντιμετώπισαν σοβαρά το ζήτημα, όπως η Γαλλία και η Σουηδία, επένδυσαν σε γενναιόδωρα επιδόματα, άδειες μητρότητας και πατρότητας, και φθηνή ή δωρεάν προσχολική φροντίδα. Το αποτέλεσμα ήταν να διατηρήσουν τους δείκτες γονιμότητας σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Το συμπέρασμα είναι πικρό: η Ελλάδα δεν έχει οικοδομήσει συνεκτική δημογραφική πολιτική. Αντί για μακρόπνοες στρατηγικές, οι κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών περιορίστηκαν σε αποσπασματικά μέτρα, κυρίως για προεκλογικούς λόγους. Οι πολιτικοί έβλεπαν μόνο τα ψηφαλάκια και το άμεσο μέλλον, χωρίς να επενδύσουν στη μακροχρόνια προοπτική της χώρας.
Ακόμα κι αν οι Έλληνες αποφάσιζαν σήμερα να κάνουν περισσότερα παιδιά, η αλλαγή θα φανεί αργά. Η γενιά που θα γεννηθεί το 2025 θα μπει στην αγορά εργασίας γύρω στο 2045, επομένως οι συνέπειες του δημογραφικού κενού θα συνεχίσουν να βαραίνουν για δεκαετίες.
Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: χωρίς άμεση, στοχευμένη και γενναία παρέμβαση, η Ελλάδα κινδυνεύει να συρρικνωθεί πληθυσμιακά και να μετατραπεί σε μια χώρα γερόντων. Η δημογραφική κρίση δεν είναι απλώς στατιστικό δεδομένο, αλλά απειλή για την οικονομία, την κοινωνική συνοχή και την ίδια την εθνική ύπαρξη.
*Η Κατερίνα Τράση είναι εκδότρια και δημοσιογράφος
Εφημερίδα Polis





