Υπάρχουν άνθρωποι που γράφουν ιστορία χωρίς ποτέ να το επιδιώξουν. Δεν χτυπούν πόρτες για αναγνώριση, δεν σηκώνουν φωνές για να ακουστούν. Την αφήνουν να μιλήσει η στολή τους. Τα παράσημά τους. Οι πληγές που δεν έγιναν είδηση, αλλά έγιναν μνήμη.
Ο Σπυρίδων Κιούσης, πατέρας του σημερινού Κεντρικού Λιμενάρχη Ραφήνας, Αγγέλου Κιούση, υπήρξε ένας από αυτούς. Ένας από τους χιλιάδες νέους που το 1940 άφησαν σπίτια, δουλειές και όνειρα και ανέβηκαν στα βουνά της Ηπείρου για να υπερασπιστούν τα πάτρια εδάφη από την ιταλική εισβολή.
Τότε που η φράση «Όχι» δεν ήταν σλόγκαν, αλλά υπόσχεση θανάτου και ταυτόχρονα υπόσχεση ελευθερίας.
Ο Σπυρίδων Κιούσης έζησε τον πόλεμο σώμα με σώμα. Υπηρέτησε με γενναιότητα, με πειθαρχία, με το πείσμα ενός λαού που δεν σήκωνε κατακτητή. Η στολή του κουβάλησε λάσπη, αίμα και τιμή. Και δεν έμεινε άδεια: επάνω της τοποθετήθηκαν παράσημα πολέμου, τεκμήρια των πράξεων που εκείνος θεωρούσε «καθήκον», μα για την πατρίδα μέτρησαν ως ηρωισμός.
Πέρασαν δεκαετίες. Η γενιά του Μετώπου, όσο φεύγει, μας αφήνει γυμνούς απέναντι στο ερώτημα: είμαστε αντάξιοι; Ο γιος του, υπηρετώντας σήμερα στο Λιμενικό Σώμα και κρατώντας μία από τις πιο νευραλγικές θέσεις της Ανατολικής Αττικής, τιμά την παρακαταθήκη — όχι με μεγάλα λόγια, αλλά με έργο και αυταπάρνηση, όπως ακριβώς έμαθε.
Σε μια εποχή όπου οι λέξεις «ήρωας» και «πατρίδα» συχνά κακοποιούνται για πολιτική κατανάλωση, οι ιστορίες όπως του Σπυρίδωνα Κιούση μάς υπενθυμίζουν τι σημαίνει στ’ αλήθεια να υπερασπίζεσαι το χώμα που σε γέννησε. Τι σημαίνει να φοράς στολή γιατί πρέπει —όχι επειδή σε φωτογραφίζουν.
Κάθε 28η Οκτωβρίου είναι για εκείνους. Για τους αθόρυβους που κράτησαν την Ελλάδα όρθια. Και για τους απογόνους τους, που κουβαλούν τη μνήμη σαν αποστολή.



































