Το ότι δεν εμφανίζεται ποτέ μπροστά, κι όμως πιστεύει πως πίσω από ένα πληκτρολόγιο μπορεί να κινεί τα νήματα, είναι από μόνο του μια μικρή μελέτη αυταπάτης. Μόνιμος περιπατητής, όχι των δρόμων αλλά των διαδρόμων της φαντασίας του, περιφέρεται με ένα, μπορεί και δύο ακουστικά στο χέρι, νομίζοντας πως ακούει τον παλμό της πόλης, ενώ ακούει μόνο την αντήχηση του εαυτού του.
Μέχρι τώρα, του έβγαινε. Οι συγκυρίες, οι γνωριμίες, τα άτυπα «ναι» και οι ακόμα πιο άτυπες προστασίες τον κρατούσαν σε λειτουργία. Του δόθηκε στόμα κι εκείνος το μπέρδεψε με μικρόφωνο. Του δόθηκε θέση κι εκείνος τη νόμισε εξουσία. Ίσως και να πίστεψε πως είχε γεννηθεί γι’ αυτήν.
Γιατί, κακά τα ψέματα, πάντα ήθελε να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη. Να εκλεγεί, να κουμαντάρει, να παραγοντίζει. Από τότε που τον γνωρίσαμε, αυτό κάνει, παραγοντίζει. Μεθοδικά, ανυπόμονα, σχεδόν ενστικτωδώς. Δεν μπορεί αλλιώς, είναι το φυσικό του περιβάλλον.
Μόνο που, τελευταία, το περιβάλλον αρχίζει να αλλάζει. Η προστασία που κάποτε τον σκέπαζε, τώρα λειτουργεί σαν βάρος. Και για εκείνον ή εκείνη που τον προστάτευε, έχει αρχίσει να γίνεται τροχοπέδη. Οι αποστάσεις δεν χρειάζονται δηλώσεις, τις καταλαβαίνεις απ’ τη σιωπή, απ’ τα βλέμματα που αποστρέφονται, απ’ τα μηνύματα που δεν απαντιούνται.
Εξάλλου, δεν ήταν ποτέ γηγενής. Από καραμπόλες βρέθηκε σ’ αυτόν τον τόπο, έναν τόπο ιερό, αλλά ανελέητο. Έναν τόπο που, όπως όλοι οι αληθινοί τόποι, ξερνάει όσους δεν τον υπηρετούν, όσους τον βλέπουν εργαλειακά, προσωρινά, χρηστικά.
Κι έτσι, καθώς το 2026 πλησιάζει, το σκηνικό αλλάζει. Οι μάσκες γλιστρούν, οι ρόλοι ξαναμοιράζονται. Κι εκείνος θα καταλάβει για άλλη μία φορά, πως πήρε το λάθος τρένο…. και πως δεν γράφει πλέον το σενάριο, απλώς παίζει σ’ αυτό.




































