Έφυγε από τη ζωή στα 88 της χρόνια η Ντόρα Γιαννακοπούλου, η ταλαντούχα δημιουργός που σφράγισε τον ελληνικό πολιτισμό ως συγγραφέας, ηθοποιός και τραγουδίστρια, αφήνοντας πίσω της ένα έργο που αγαπήθηκε όσο λίγα και έναν κόσμο της τέχνης βυθισμένο στη λύπη.
Γεννημένη και μεγαλωμένη στη Μυτιλήνη, η Ντόρα Γιαννακοπούλου (Θεοδώρα Κοτοπούλη) βρέθηκε πολύ νωρίς στη σκηνή. Μετά τις θεατρικές της σπουδές στην Αθήνα, συμμετείχε στο έργο «Ένας όμηρος» του Μπρένταν Μπίαμ στο «Κυκλικό Θέατρο», σε παράσταση του Λεωνίδα Τριβιζά, με μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Από εκεί ξεκίνησε μια παράλληλη και φωτεινή πορεία στο θέατρο και στο τραγούδι, με εμφανίσεις σε σκηνές, κινηματογράφο και στις πρώτες μπουάτ της Πλάκας, τότε που η Αθήνα έβραζε από καλλιτεχνική ανησυχία.
Ηχογράφησε τραγούδια από τον «Όμηρο», ενώ συνέχισε με την «Όμορφη Πόλη» των Θεοδωράκη – Μποστ – Κακογιάννη και αργότερα με τις «Μικρές Κυκλάδες» του Οδυσσέα Ελύτη. Στα χρόνια της Δικτατορίας έφυγε στο εξωτερικό και περιόδευσε σε χώρες της Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης, μεταφέροντας το έργο του Θεοδωράκη και ένα κομμάτι Ελλάδας εκεί όπου είχε ανάγκη να ακουστεί. Μετά τη Μεταπολίτευση, απομακρύνθηκε σταδιακά από το τραγούδι και το θέατρο, αλλά όχι από την τέχνη.
Το 1993 μπήκε δυναμικά στη λογοτεχνία με το πρώτο της μυθιστόρημα «Πρόβα Νυφικού», ένα βιβλίο που αγαπήθηκε από το κοινό και μεταφέρθηκε με τεράστια επιτυχία στην τηλεόραση από τον ΑΝΤ1, σε σκηνοθεσία Κώστα Κουτσομύτη. Ακολούθησε «Ο Μεγάλος Θυμός» (1996), που επίσης έγινε τηλεοπτική σειρά στο MEGA, επιβεβαιώνοντας ότι η πένα της είχε την ίδια δύναμη με τη φωνή και την παρουσία της.
Στη συνέχεια κυκλοφόρησαν τα έργα «Με τα μάτια του έρωτα» (1999), «Οι τρεις χήρες» (2001) – που μεταφέρθηκε στον ALPHA –, «Αμαρτωλέ μου άγγελε» (2002), «Έρως μετ’ εμποδίων» (2004), «Το μενταγιόν» (2007), «Ένοχα μυστικά» (2009) και «Πεθαίνω για σένα» (2011). Κοινός παρονομαστής: έντονα συναισθήματα, δυνατές ιστορίες, ανθρώπινοι χαρακτήρες, εκείνο το κλασικό ελληνικό μελόδραμα που, όταν γράφεται σωστά, δεν γερνάει.
Η Ντόρα Γιαννακοπούλου υπήρξε καλλιτέχνις με ψυχή. Τίμησε το θέατρο, υπηρέτησε το τραγούδι, έγραψε ιστορίες που έγιναν μνήμες και στιγμές της ελληνικής τηλεόρασης και λογοτεχνίας. Η απώλειά της αφήνει ένα κενό, αλλά και μια παρακαταθήκη που θυμίζει πως κάποιοι άνθρωποι δεν περνούν απλώς από την τέχνη — τη σημαδεύουν.
Η Ελλάδα της χρωστά ευγνωμοσύνη. Και το κοινό της θα τη διαβάζει, θα τη θυμάται, και θα συγκινείται, όπως πάντα.



































