1834 : Η Αθήνα γίνεται και επίσημα «πρωτεύουσα και καθέδρα» του νεοσύστατου κράτους. Οργανώνεται υποδοχή του Όθωνος, ο οποίος εγκαθίσταται στην οικία του Χιώτη τραπεζίτη Αλεξάνδρου Κοντόσταυλου (στη θέση που είναι σήμερα το κτήριο της Παλαιάς Βουλής), την οποία το Δημόσιο είχε φροντίσει να αγοράσει και να διαρρυθμίσει για αυτό τον σκοπό.
Ο βασιλεύς Όθων φθάνει εις τας Αθήνας, αίτινες δια διατάγματος της Αντιβασιλείας, είχον ορισθή πρωτεύουσα του Ελληνικού Κράτους, αντί του Ναυπλίου.
Κατά την αποβίβασίν του εις τον Πειραιά «εκάθιαν» αι λέμβοι, παρέστη δε ανάγκη να τον σηκώσουν εις τας χείρας των οι λεμβούχοι.
Ίππευσε ακoλούθως και διήλθε μετά της ακολουθίας του μακρόν τέλμα, όπου οι ίπποι εβυθίζοντο μέχρι κοιλίας, τα δε εκτινασσόμενα προς όλας τας διευθύνσεις βορβορώδη ύδατα επιτσίλιζον και ερρύπαινον τας χρυσοποικίλτους στολάς των αναβατών.
Οι Αθηναίοι υπεδέχθησαν τον Όθωνα προ τού Θησείου, το οποίον εχρησιμοποιείτο ακόμη ως χριστιανικός ναός και όπου εψάλη δοξολογία επί τη ελεύσει του (ήτο η τελευταία ψαλείσα λειτουργία εις το Θησείον, το οποίον έκτοτε παρεδόθη εις την συσταθείσαν αρχαιολογικήν υπηρεσίαν).
Ο πρεσβευτής της Αυστρίας Πρόκες, προσφωνών τον Όθωνα, είπεν ότι έβλεπεν αυτόν «εν μέσω ερειπίων λαμπρών μεν το πάλαι, ελεεινών δε σήμερον».