«Με καταδίκασαν να έχω τύψεις ότι εγκατέλειψα τη μητέρα μου και να το έχω βάρος σε όλη μου τη ζωή. Χάσαμε φίλους. Κινδύνεψα να χάσω τα παιδιά μου. Και δυστυχώς δεν έχω ακούσει από κανέναν συγνώμη Ολοι τα έκαναν καλά. Δεν ξέρω αν δεν τα είχαν κάνει καλά πόσους ακόμα θα κλαίγαμε». Με τα λόγια αυτά η Αγγελική Κωνσταντάκη, εγκαυματίας και η ίδια από τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, περιέγραψε με συγκίνηση και έντονη συναισθηματική φόρτιση όσα έζησε και θα κουβαλά μαζί της για μια ζωή.
«Γύρω στις έξι ακούσαμε ότι η φωτιά πάει προς Καλλιτεχνούπολη. Το είχαμε ζήσει πολλές φορές. Ακούσαμε το δήμαρχο που ήταν καθησυχαστικός. Είχαμε έγνοια αλλά όχι ανησυχία. Ο μεγάλος μου γιος λόγω της κάπνας είπε πάμε να φύγουμε γιατί είχε και άσθμα. Στις έξι και είκοσι έπεσε το ρεύμα. Μπηκαμε στο αυτοκίνητο για να πάμε στο λιμάνι που απείχε πενήντα μέτρα. Καταλαβαίνω ότι λόγω των πολλών αυτοκινήτων δεν θα καταφέρω. Κάνω αναστροφή και ξεκινώ για Ραφήνα. Ξέροντας το Μάτι… Αφήνω το αυτοκίνητο για να κατέβουμε στην παραλία.Πηρα τη μητέρα μου και αρχίσαμε να κατεβαίνουμε. Αρχισε να βρέχει καφτρες. Προσπαθούσαμε με τα πόδια μας να σβήνουμε τις καφτρες. Καποια στιγμή η μαμά μου σκόνταψε στον κορμό ενός δέντρου. Ο άντρας μου προπορευόταν καταλαβαίνει ότι έχω θέμα και προσπαθούμε να σηκώσουμε τη μητέρα μου να φύγουμε και εκείνη την ώρα άρπαξε δυνατή φωτιά. Και η μητέρα μου τότε δεν μπορούσε να έχει καμία επαφή. Εκείνη την ώρα άρπαξα και εγώ φωτιά. Καιγομουν. Δεν υπήρχε κανένας κοντά μας. Ο άντρας μου δεν μπορούσε να μετακινήσει τη μαμά μου
προσπαθώ να σβήσω τη φωτιά. Οταν ο άντρας μου είδε ότι δεν μπορούμε να σώσουμε τη μαμά μου άρπαξε εμένα και με κατέβασε σε μια μικρη παραλία» κατέθεσε η μάρτυρας κλαίγοντας στη θύμηση της εικόνας της αβοήθητος μητέρας της και νιώθοντας το βάρος της ευθύνης σε αντίθεση με άλλους ,που όπως είπε, δεν έχουν ζητήσει ούτε μια «συγνώμη».
«Φτάνοντας στην παραλία», συνέχισε τη διήγηση της, «καθισα λίγο και βγήκα γιατί είχα αφόρητους πόνους από το έγκαυμα Ήμουν σε κατάσταση σοκ ξέροντας ότι είχα τη μητέρα μου από πάνω και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα Έμεινα εκεί πάνω από έξι ώρες. Ακουγα εκρήξεις. Ακουγα ανθρώπους να φωνάζουν ονόματα και να ψάχνουν τους δικούς τους. Κατα τις δώδεκα και μισή τη νύχτα ήρθαν δύο πυροσβέστες να μας παρουν να μας βγάλουν από την παραλία. Επειδή δεν μπορούσα να μπω στη θάλασσα γιατί πονούσα με έβαλαν σε μια καρέκλα και κυριολεκτικά με πέταξαν μέσα σε ένα φουσκωτό. Με πήγαν στη Ραφήνα και μας άφησαν εκεί. Πηγα περπατώντας στο λιμάνι.». Όσο για τα παιδιά της πρόσθεσε ότι πήγαν κολυμπώντας και περπατώντας ξυπόλυτα στην Νέα Μάκρη Η ίδια χρειάστηκε να νοσηλευτεί για δεκαεπτά μέρες».
Βιωσα πάρα πολύ δύσκολα πράγματα. Με καταδικάσετε να έχω τύψεις ότι εγκατέλειψα τη μητέρα μου και να το έχω βάρος σε όλη μου τη ζωή Χάσαμε φίλους και παιδί. Κινδυνεψα να χάσω τα παιδιά μου Και δυστυχώς δεν έχω ακούσει από κανέναν συγνώμη Και δυστυχώς όλοι τα έκαναν καλά. Δεν ξέρω αν δεν τα είχαν κάνει καλά πόσους θα κλαιγαμε. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να πάρουν ούτε τις κρέμες να βάλουν ,που δεν μπορούν να δουλέψουν ούτε αυτό δεν αναγνωρίστηκε . Δεν είχαμε καμία ενημέρωση. Δεν είχαμε λόγο να κάτσουμε να καούμε για να σώσουμε τα σπίτια μας. Αν το είχαμε κάνει θα είχαμε ευθύνη εμείς. Την παραμονή της φωτιάς είχα πληρώσει ιδιώτη να πάρει τα κλαδιά .Αν δεν είχαμε κάνει και αυτό θα είχε καεί και το σπίτι μας. Η φωτιά στο Μάτι σταμάτησε γιατί σταμάτησε ο αέρας. Απο τύχη δεν κάηκαν άλλοι. Το πρώτο πυροσβεστικό που είδαμε στο Μάτι ήρθε στις δώδεκα και μισή το βράδυ. Το οποίο όμως μας είπε ότι είχε έρθει από την Κινέτα και ήταν άδειο» είπε η μάρτυρας.
Για τον τρόπο που χάθηκε στη φονική πυρκαγιά η αγαπημένη του σύντροφος Στέλλα ,η οποία βρέθηκε απανθρακωμένη και για τις απεγνωσμένες προσπάθειες που έκανε να την εντοπίσει μίλησε στη δίκη του κατάθεση ο Αριστομένης Γραικιώτης.