Με ένταση ξεκίνησε η εξέταση μαρτύρων στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, καθώς οι τόνοι ανέβηκαν μεταξύ των συνηγόρων υπεράσπισης και πολιτικής αγωγής.
Αφορμή του «επεισοδίου» ήταν ερωτήσεις που έγιναν σε μάρτυρα, ο οποίος έχασε το σπίτι του, σχετικά με ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους.
Οι συνήγοροι υπεράσπισης αντέδρασαν στις ερωτήσεις αυτές λέγοντας πως ο μάρτυρας δεν έχει χάσει δικούς του ανθρώπους και παρίσταται μόνο για υλικές ζημιές, με την πολιτική αγωγή να ανταπαντά σε υψηλούς τόνους. «Ντροπή σας» φώναζαν από το ακροατήριο συγγενείς θυμάτων που βρίσκονται στη δικαστική αίθουσα.
Νωρίτερα, ο συγκεκριμένος μάρτυρας είχε περιγράψει την προσπάθεια της οικογένειας του να σωθεί από τη φωτιά.
Ο Αλέξανδρος Φλώρος βρισκόταν μαζί με την οικογένειά του στο σπίτι τους το οποίο απέχει περίπου 600 μέτρα από την ακτή. «Άκουσα τον κόσμο να κατεβαίνει και πολλά αυτοκίνητα να κατεβαίνουν σαν να ήταν γάμος ή κηδεία» περίγραψε εξηγώντας πως αυτός ήταν ο λόγος που κινητοποιήθηκαν και έφυγαν με τα αυτοκίνητα τους προς τη θάλασσα που απείχε περίπου 600 μέτρα και πρόσθεσε: «Είδα τη φωτιά να έρχεται προς τα εμάς, υπήρχαν παντού στάχτες. Έβλεπα πυκνή ροή οχημάτων από τη Μαραθώνος και κάτω. Φωνάζω στην οικογένεια να βγουν έξω και μπήκαμε στο αυτοκίνητο να φύγουμε. Δεν μας ειδοποίησε κανείς να φύγουμε».
«Αν μέναμε στο σπίτι θα είχαμε καεί. Έλιωσαν τα σίδερα, τα κλιματιστικά…» ανέφερε χαρακτηριστικά.
«Ο κόσμος φώναζε, ούρλιαζε ήταν στα κινητά. Όσο περνούσε η ώρα ο καπνός γινόταν πιο πυκνός, ακούγαμε εκρήξεις» είπε ο μάρτυρας.
«Γινόταν χαμός» είπε διευκρινίζοντας πως δεν υπήρχε βοήθεια από κανέναν αρμόδιο.
Όπως κατέθεσε, κατάφεραν να φτάσουν στην ακτή και μπήκαν στη θάλασσα. «Κάποια στιγμή χάσαμε τη στεριά, δεν βλέπαμε. Κολυμπούσαμε, προσπαθούσαμε να μείνουμε ενωμένοι, ο αέρας δυνάμωνε όσο περνούσε η ώρα. Προσπαθούσαμε να μείνουμε σε κοντινή απόσταση ο ένας από τον άλλο. Έπεφταν σπίθες, κουκουνάρια στο νερό. Κάποια στιγμή δυσκόλεψαν τα πράγματα πάρα πολύ. Ακούγαμε τα αεροπλάνα και νομίζαμε ότι έρχονταν να μας σώσουν, φωνάζαμε βοήθεια. Κάποια στιγμή η γυναίκα μου λέει, «αυτό ήταν…». Έπειτα από πολλές ώρες είδαμε κάτι φώτα. Είχαμε φτάσει κοντά στο λιμάνι της Ραφήνας, ήταν φώτα πλοίου. Ερχόταν ένα ψαροκάικο. Μας έριξε φως με φακό, μετά μια κουλούρα. Η γυναίκα μου είχε πάθει υποθερμία, τα παιδιά είχαν γίνει μπλε. Μας έδωσαν κουβέρτες» είπε ο μάρτυρας.
Ωστόσο, όπως εξήγησε, άλλοι άνθρωποι δεν στάθηκαν τόσο τυχεροί. «Είδαμε έναν παππού να επιπλέει στη θάλασσα. Ανέσυραν μια γυναίκα, της έκαναν ανάνηψη, δεν τα κατάφερε. Μας έβγαλαν στην ακτή, από το σοκ δεν θυμόμασταν να πάρουμε τηλέφωνο κάποιον δικό μας. Δεν βλέπαμε καλά, στην ακτή φαίνονταν κάποια ασθενοφόρα. Εκεί είδαμε πλαστικές σακούλες μαύρες που τις έκλειναν. Αν μέναμε μέσα στο σπίτι θα καιγόμασταν ζωντανοί. Ήταν τόσο το θερμικό φορτίο που έλιωσαν τα σίδερα» είπε φορτισμένος επαναλαμβάνοντας -όπως όλοι οι μάρτυρες έως τώρα- ότι δεν είδε ούτε έναν εκπρόσωπο των αρχών κατά τη διάρκεια της φωτιάς. «Τον μόνο ένστολο που είδα ήταν μια λιμενικός στις 11 τη νύχτα στο λιμάνι της Ραφήνας», κατέληξε στην κατάθεση του ο μάρτυρας.
Ακολούθησε η κατάθεση του Ιωάννη Χατζηαθανασίου, ο οποίος έχασε την αδελφή του εκείνο το απόγευμα. «Πήγα προς το σπίτι της αδελφής μου στο Κόκκινο Λιμανάκι να δω τι είχε συμβεί. Είδα το σπίτι κατεστραμμένο. Είδα μετά το αυτοκίνητο με τα κλειδιά μέσα και με βαλίτσες φορτωμένο να έχει καεί» ανέφερε στο δικαστήριο.
Και ο επόμενος μάρτυρας Κωνσταντίνος Χατζησταματίου υποστήριξε ότι οι Αρχές δε μερίμνησαν και δεν υπήρχε βοήθεια και ενημέρωση. «Δεν εμφανίστηκε κάποιο ελικόπτερο να κάνει ρίψεις. Μόνο μία ρίψη είδα. Δεν υπήρχε μέριμνα, δεν ειδοποιήθηκα από κανέναν, ούτε είχα κάποια πληροφόρηση. Καμία υπηρεσία δεν μερίμνησε. Δεν υπήρξε από κανέναν ειδοποίηση, εάν δεν βλέπαμε τον καπνό και τη φωτιά δεν θα φεύγαμε», είπε ο μάρτυρας που χρειάστηκε να νοσηλευτεί περίπου σαράντα ημέρες, καθώς είχε υποστεί εκτεταμένο έγκαυμα στο πρόσωπο.
«Γύρω στις πεντέμιση – έξι παρά είδαμε πυκνούς καπνούς. Στις έξι άρχισαν να πέφτουν μεγάλες καύτρες. Είδα τη φωτιά μέσα στην αυλή μας. Έξι και δέκα πήρα τη γυναίκα μου τη νύφη μου και τον εγγονό μου και φύγαμε. Πουθενά δεν υπήρξε πυροσβεστικό όχημα. Το μόνο όχημα εμφανίστηκε γύρω στις 10 και μισή το βράδυ», είπε χαρακτηριστικά.