Τις κακομοίρας γίνεται. Ο ένας ενοχλείται γιατί του πήγανε τον κάδο δέκα – άντε δεκαπέντε μέτρα παραπέρα. Ο άλλος γιατί δεν του μάζεψαν τα κλαδιά “στην ώρα τους”. Ο γείτονας γιατί “του κλείνεις τη θέα με το αυτοκίνητο”. Ο άλλος δεν κοιμάται γιατί τον ενοχλεί το φως της κολώνας. Ο άλλος γιατί ο σκύλος του άλλου γαβγίζει. Ο τρίτος γιατί η γάτα του πρώτου μπήκε στην αυλή του δεύτερου. Και πάει λέγοντας.
Κάποιος έχει παράπονο γιατί δεν τον χαιρέτησες στην πλατεία. Άλλος γιατί τον χαιρέτησες, αλλά “όχι όπως πρέπει”. Κάποιος θεωρεί πως “του γύρισες τη μούρη”, ενώ εσύ απλώς κοίταζες αλλού. Κάποιος λέει “καλημέρα” κι ο άλλος απαντά “θα δούμε”.
Άλλος εκνευρίζεται γιατί φίλος του θα ψηφίσει άλλον φίλο κι όχι τον φίλο του φίλου. Άλλος δηλώνει “ουδέτερος”, αλλά τα likes του τον προδίδουν. Κάποιος δεν ασχολείται, αλλά τα σχολιάζει όλα.
Ο άλλος μιλάει με αυτόν που μέχρι χθες δεν ήθελε να τον βλέπει. Τρελά πράγματα. Κι ο τρίτος το μαθαίνει, στραβώνει, και αρχίζει πάλι ο κύκλος της παρεξήγησης.
Κάποιος στενοχωριέται γιατί δεν τον φώναξαν στο τραπέζι. Ο άλλος γιατί τον φώναξαν, αλλά δεν είχε το καλό κρασί. Κάποιος τρίτος γιατί πήγαν στο τραπέζι αυτοί που “δεν έπρεπε να πάνε” και άλλος γιατί γίνεται το τραπέζι.
Άλλος γιορτάζει, άλλος δεν γιορτάζει, άλλος δεν ξέρει αν γιορτάζει. Και όλοι, μα όλοι, ξέρουν τι έκανε ο άλλος — γιατί κάπως, κάπου, κάποιος το είπε.
Και μέσα σε όλα αυτά, το μέρος δουλεύει ρολόι. Με ρυθμό, ένταση και ατελείωτη φλυαρία. Όλοι κάτι έχουν να πουν, όλοι κάτι έχουν να θυμώσουν, όλοι κάτι περιμένουν απ’ όλους και όλοι θάβουν αυτούς που αγκαλιάζουν…
Κι όμως, στο τέλος της μέρας, πίνουμε τον καφέ μας στην ίδια πλατεία, λέμε “όλα καλά; όλα καλά” — και περιμένουμε το επόμενο επεισόδιο.
Είμαστε, που λέει κι ο ποιητής, μια ωραία ατμόσφαιρα.




































