Η συγγραφέας και δημοσιογράφος Έλενα Ακρίτα ,με άρθρο της στα ΝΕΑ ,”καρφώνει” άσχημα την κόρη του Μίκη Θεοδωράκη Μαργαρίτα για δημοσίευσή της σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπου έλεγε «Δεν έχω ρεύμα, δεν έχω φως, δεν έχω να μαγειρέψω, μα και τι να μαγειρέψω, χα, χα, χα, δεν έχω πια τίποτα».
(Θα είμαι πολύ προσεκτική σε αυτό το κείμενο. Λέξη λέξη θα το πάω. Είναι μεγάλος πειρασμός να πεις μια κουβέντα παραπάνω, όταν γνωρίζεις πρόσωπα και γεγονότα.) Η κόρη του Μίκη είναι η κόρη του Μίκη. Τίποτα παραπάνω, τίποτα περισσότερο. Από δική της επιλογή. Θα μπορούσε να γίνει η Μαργαρίτα Θεοδωράκη. Με τη δουλειά της. Με το σπαθί της. Αντ’ αυτού έγινε η κόρη του Μίκη. Γιατί έτσι αποφάσισε. Δικαίωμά της.
Η κόρη του Μίκη πάτησε πάνω στη φήμη του. Πήρε το έργο του και το έσερνε εδώ κι εκεί με συναυλίες στο πόδι και τραγουδιστές β΄ διαλογής. Έβγαλε χρήματα, πολλά χρήματα. Και τώρα στα 62 της χρόνια, διασύρει τον πατέρα της στο πανελλήνιο λέγοντας εμμέσως πλην σαφώς ότι ο… άκαρδος την άφησε στον άσο. Ισχυρίζεται πως εκείνη πληρώνει την περίθαλψή του, πράγμα 100% αναληθές. Ισχυρίζεται πως εκείνη πληρώνει τον ΕΝΦΙΑ – για ποια; Για τα ακίνητα που οι γονείς της τής παραχώρησαν. Και μιλώντας για ακίνητα… Αλήθεια τα 2.000.000 ευρώ που της έδωσε ο πατέρας της από πώληση ακινήτου πριν από τρία χρόνια περίπου, τι τα έκανε; Πώς τα ξόδεψε; Πώς ξοδεύονται δύο εκατομμύρια ευρώ μέσα σε χρόνο ντετέ;
Πώς ξοδεύονται τα πνευματικά δικαιώματα, όταν ΜΟΝΟΝ από το συρτάκι του Ζορμπά θα μπορούσαν να ζήσουνε τρεις γενιές – πόσω μάλλον και με όλα τα υπόλοιπα; Πώς ξοδεύονται αλήθεια, όταν ο Μίκης και η Μυρτώ ζούσαν πάντα μια λιτή ζωή, χωρίς πολυτέλειες; Η κόρη του Μίκη θύμωσε γιατί η καραντίνα της στέρησε τις σαράντα πέντε (45!) συναυλίες που της έταξε η Μενδώνη ως «αντιπαροχή» για να μην επικρίνει ο συνθέτης τον Μητσοτάκη και την παρέα του. Το είπε άλλωστε και η ίδια «ο μπαμπάς μου στήριξε τον Μητσοτάκη όσο κανείς, γιατί μου το κάνουν τώρα αυτό;». Δεν θα μιλήσω εδώ για τα όποια λάθη και τις πολιτικές αβλεψίες που έκανε ο Μίκης. Του τα έχω πει του ίδιου και δυο φορές τοποθετήθηκα και δημόσια. Όμως κανένας δεν μπορεί να παραγκωνίσει το έργο του Μίκη Θεοδωράκη. Ούτε καν ο ίδιος.
Άναψε και κόρωσε η δημοσιογραφία της πλάκας. Ακρίτα, επιπόλαια χωρίς ίχνος ρεπορτάζ έκαναν viral τον διασυρμό ενός ανθρώπου. Φωτιές έβγαλαν τα πληκτρολόγια, όλοι ήξεραν, όλοι είχαν αποψάρα, όλοι δίκαζαν και καταδίκαζαν. Μέχρι που κυκλοφόρησε ράδιο αρβύλα ότι στις συναυλίες που έκανε επί χούντας στο εξωτερικό, αυτός λέει κοιμόταν σε σουίτες και το συγκρότημά του σε κουρελούδες. Σόρι που θα σας το χαλάσω αλλά υπήρξα αυτόπτης μάρτυς. Στα δεκαέξι μου χρόνια ο Μίκης με πήρε μαζί του σε μια περιοδεία που έκανε στη νότια Γαλλία και στο Παρίσι. Ούτε σε σουίτες κοιμόταν ο ίδιος (δεν τα γούσταρε κιόλας όλα αυτά), ούτε σε κουρελούδες το συγκρότημά του.
Μέναμε όλοι στο ίδιο ξενοδοχεία, τρώγαμε στο ίδιο τραπέζι, ήμασταν μια παρέα. Μάρτυρες η ορχήστρα του, ο Αντώνης Καλογιάννης, ο Πέτρος Πανδής και η Αφροδίτη Μάνου – η τελευταία μπορεί να το επιβεβαιώσει. Μίκη, άκου να τελειώνουμε. Μαθαίνω ότι είσαι τόσο πικραμένος από όλο αυτό, που θέλεις να φύγεις από την Ελλάδα. Δεν θα φύγεις, δεν θα πας πουθενά. Θα μείνεις εδώ που σε αγαπάμε. Και σε αγαπάμε με όλα τα σωστά και τα λάθη – γιατί εμείς βλέπεις είμαστε οι σούπερ αλάνθαστοι. Μίκη, η υστεροφημία σου θα αγνοήσει τις μικρότητες και θα καλπάσει στο μέλλον μαζί με τα παιδιά και τα εγγόνια μας. Σε αγαπάμε Μίκη. Κι όσοι σε γνωρίσαμε, σε αγαπάμε ακόμα πιο πολύ. Γιατί ευλογήθηκε ο δρόμος μας και συναντηθήκαμε, όχι μόνο με έναν σπουδαίο δημιουργό, αλλά με έναν άνθρωπο γεμάτο καλοσύνη και γενναιοδωρία ψυχής. Τα σέβη μου. Και τα φιλιά μου».