«Αλλά η πηγή αναπήδησε και το πουλί χαμοκελάηδησε Σώσε τον χρόνο, σώσε τ’ όνειρο Το μίλημα του λόγου ανήκουστο, αμίλητο Μέχρι να σείσει ο άνεμος χίλιους ψιθύρους απ’ τον σμίλακα Και η εξορία μας μετά» (Τόμας Έλιοτ, ‘Τετάρτη των Τεφρών’).
Τα ‘Ποιήματα’ του Γιώργου Σεφέρη περιλαμβάνουν το απαύγασμα του Σεφερικού ποιητικού πράττειν, το οποίο παλινδρομεί σε ‘χαμένες’ μνήμες, αξιώνει την προσίδια ‘ελαστικότητα’ του, μετατοπίζεται διαρκώς προς την βαθύτερη αίσθηση που αφήνει το πέρασμα του χρόνου πάνω στα υποκείμενα, στη συνειδητότητα, σε μία χώρα..
H Σεφερική ποίηση, μαρτυρεί την αγωνία που ενσκήπτει από την αντιφατικότητα μίας χώρας που ευρίσκεται μεταξύ μνήμης & λήθης, φιλίας & ‘αφιλίας’ προς τον ίδιο της τον ‘εαυτό’, εντός μίας ιστορικότητας που προσιδιάζει προς την συγκρότηση εικόνων που δεν ‘αξίζουν χίλιες λέξεις’ όπως αναφέρει η γνωστή Κινέζικη παροιμία, αλλά εγγράφουν την ή τις ‘μοναδικές’ λέξεις: ενοχή και ‘τραύμα’, φάσμα δίχως τον καιρό της μεταμφίεσης. «Στριφογυρίζοντας μέσα σε σπασμένες πέτρες, τρεις ή έξι χιλιάδες χρόνια ψάχνοντας σε οικοδομές γκρεμισμένες που θα είταν ίσως το δικό μας σπίτι προσπαθώντας να θυμηθούμε χρονολογίες και ηρωικές πράξεις»[1], αναφέρει ο ποιητής, εκεί όπου η διάστικτη ποιητικότητα συν-διαλέγεται με την ιστορία, ατομική και συλλογική, την ιστορία ως άμεσο βίωμα, αναζήτηση του οικείου, της κατοίκησης: «Στριφογυρίζοντας μέσα σε σπασμένες πέτρες, τρεις ή έξι χιλιάδες χρόνια ψάχνοντας σε οικοδομές γκρεμισμένες που θα είταν ίσως το δικό μας σπίτι».
Η απώλεια ‘βαραίνει’ την Σεφερική ποίηση, η οποία επαναπροσδιορίζει τις γραμμές και τις εκφάνσεις μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, εμβαθύνοντας στη φορά του δηλωτικού: το ”δικό μας σπίτι” που χάθηκε στην ταραχή, που ανα-συστήνεται στα σκόρπια ερείπια, που αναφέρει μία ιδιαίτερη ‘ορατότητα’: η ιστορία ως ετερο-χρονισμένη ποίηση, ο χρόνος ως αντίθεση που διαρκεί, διευρύνεται, συνιστώντας ένα ‘κάτοπτρο’ εντός του οποίου παρεμβάλλονται ‘ακράτητες’ σκιές. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στην κριτική του για την Σεφερική ποίηση ο Μάρκος Αυγέρης: «Στην Ελλάδα του Σεφέρη οι νεκροί είναι ζωντανοί κ’ οι ζωντανοί νεκροί».[2]
Τα υποκείμενα περιδιαβαίνουν στις προσίδιες εκθέσεις χρονικές αναγνωρίσεις, ελληνικά με την ‘μαρτυρία’ του αίματος, της ‘γενεαλογίας’ του ειπωμένου. Ότι γράφτηκε ποιητικά, ‘κατατρέχει’ τον χρόνο: «Κράτησα την ζωή μου».
Ο Μάρκος Αυγέρης τονίζει πως «Κ’ εδώ όπως πάντα η ποίηση του Σεφέρη δεν περιορίζεται στα ατομικά του συμβάντα, μόνο πάει πέρα απ’ αυτά, στρέφεται πάντα προς έναν αντικειμενικό κόσμο κι αναφέρεται τόσο στην εθνική όσο και στην ανθρώπινη μοίρα, όπως αυτός τη βλέπει».[3] Μέσα από το συλλογικό θεάται το ατομικό η Σεφερική[4] ποιητική γραφή, ποιητική γραφή που ‘διαπραγματεύεται’ διαρκώς την οριακότητα της εντός των ‘ερειπίων’, την αίσθηση του να γελάς πικρά’, εγγράφοντας τις μερισματικές όψεις της παρουσίας πάνω στη γη, στη μνήμη που ‘διασχίζουμε’. Ο Τόμας Έλιοτ στην ‘Τετάρτη των Τεφρών’ ‘συλλαμβάνει’ ποιητικά το συμβάν της ενόρασης και της έκκλησης της και για πληθυντικότητα πάνω σε μία γη: «Κάτω απ’ τον άρκευθο τα οστά υμνωδούσαν, σκόρπια και λάμποντα Χαιρόμαστε να ‘μάστε σκόρπια, κάναμε λίγο καλό το ένα στ’ άλλο Κάτω απ’ ένα δέντρο στο πέρας της ημέρας με την ευλογία της άμμου, Ξεχνώντας εαυτά και άλληλα, ενωμένα Στην ηρεμία της ερήμου. Αυτή είναι η γη που εσύ Θα διαιρέσεις δια κλήρου. Και μήτε διαίρεση μήτε ενότης Πειράζει. Αυτή είναι η γη. Έχουμε την κληρονομιά μας».[5]
Μεταξύ ζώντων και νεκρών υποκειμένων, η Σεφερική ποιητική αισθητική, εγγράφει την ίδια «κληρονομιά» μας, ‘εγγίζοντας’ και ανα-σημασιοδοτώντας τις απολήξεις του ‘παράταιρου’, του ‘τραύματος’ που παράγεται στην έκθεση του.
Η Ελλάδα αναπαρίσταται εντός και πέραν της περιεχομενικότητα της: ‘γραφή’ στα ακρότατα όρια της ζωής και του θανάτου. «Αλλά έχουν μάτια κάτασπρα χωρίς ματόκλαδα και τα χέρια τους είναι λιγνά σαν τα καλάμια. Κύριε, όχι μ’ αυτούς. Γνώρισα τη φωνή των παιδιών την αυγή πάνω σε πράσινες πλαγιές ροβολώντας χαρούμενα σαν μέλισσες και σαν τις πεταλούδες, με τόσα χρώματα. Κύριε, όχι μ’ αυτούς».[6]
Ο
ποιητής, διαμέσου εμπρόθετων εικόνων που προσλαμβάνουν την δυναμική του
συμβολισμού και της ‘προειδοποίησης’, εντάσσεται στη χορεία του εγκλητικού,
εγγράφοντας και εγκαλώντας στιγμές. Η ικεσία του καθίσταται ορατή &
ευθεία: «Κύριε, όχι μ’ αυτούς». Όπως
ορατή καθίσταται και η ιδιαίτερη ‘ευθύνη’ του απέναντι στην ποίηση, εκεί όπου
οι «αυτοί» που δρουν υπόγεια και υπέργεια κατονομάζονται διαμέσου της
αρνητικότητας και της αρνητικής τους πρόσληψης, με το Σεφερικό ‘Όχι’ ως
γλωσσική απόφανση και μαρτυρία να δομεί τις εκφάνσεις της μυστικής προσευχής:
«Κύριε, όχι μ’ αυτούς». Η Σεφερική ποίηση ενσκήπτει στο μέσον της καθημερινής
προσευχής πάνω στις συν-δηλώσεις που φέρει η μνήμη.
[1] Αναφέρεται στο: Αυγέρης Μάρκος, ‘Έλληνες λογοτέχνες/Σολωμός, Κάλβος, Ψυχάρης, Παλαμάς, Σικελιανός, Καζαντζάκης, Σεφέρης, Εκδόσεις Χαρ. Μπούρας, Αθήνα, 1982, σελ. 282.
[2] Βλέπε σχετικά, Αυγέρης Μάρκος…ό.π., σελ. 283.
[3] Βλέπε σχετικά, Αυγέρης Μάρκος…ό.π., σελ. 283.
[4] Στη Σεφερική ποίηση, η Ελλάδα δύναται να δια-ρρήξει εγκάρσια τους όρους του ‘κανονικού’. Ως διπλωμάτης, ο Γιώργος Σεφέρης έχει βιώσει την ελληνική τραγικότητα του αιώνα, μείζον στοιχείο που μεταπλάθει ποιητικά, εγγράφοντας το ως ευρύτητα και ως κάλεσμα..
[5] Βλέπε σχετικά, Έλιοτ Τόμας, ‘Τετάρτη των Τεφρών’, ‘Άπαντα τα Ποιήματα’, Ελληνική Μεταγλώττιση-Εισαγωγή: Νικολαϊδης Αριστοτέλης, Όγδοη Έκδοση, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1983, σελ. 126.
[6] Βλέπε σχετικά, Αυγέρης Μάρκος…ό.π., σελ. 284.