Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
Η απόφαση της εισαγγελέως του τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων της Αθήνας Αδαμαντίας Οικονόμου, σχετική με την φόνευση του Παύλου Φύσσα από το μέλος της ‘Χρυσής Αυγής’ Γιώργο Ρουπακιά, όσο και για την κατηγορία της ‘εγκληματικής οργάνωσης,’ θέτει νέα δεδομένα, ως προς το ίδιο το πλαίσιο της πολιτικής δράσης της οργάνωσης.
Όπως αναφέρει σε άρθρο στην εφημερίδα ‘Τα Νέα’ η Μίνα Μουστάκα, η εισαγγελέας της έδρας, πρότεινε μόνο την ενοχή του Γιώργου Ρουπακιά για την δολοφονία του Παύλου Φύσσα στο Κερατσίνι τον Σεπτέμβριο του 2013 («ζητώντας παράλληλα την απαλλαγή των άλλων 17 συγκατηγορουμένων του, που φέρονται-κατά το παραπεμπτικό βούλευμα – ως συνεργοί στην ανθρωποκτονία από πρόθεση»), ενώ παράλληλα, “πρότεινε την πλήρη απαλλαγή όλων των μελών της πρώην κοινοβουλευτικής ομάδας της Χρυσής Αυγής από το κακούργημα της διεύθυνσης, συγκρότησης και ένταξης εγκληματικής οργάνωσης, που τους οδήγησε στο εδώλιο του κατηγορουμένου».[1]
Δύναται να αναφέρουμε ό,τι (και ενώπιον περισσότερο ‘βεβιασμένων’ αναλύσεων), η συγκεκριμένη πρόταση όπως αυτή ανακοινώθηκε από την εισαγγελέα, δεν αποτελεί τελεσίδικη απόφαση, καθότι, όπως επισημαίνει εναργώς ο δικηγόρος Αθανάσιος Αναγνωστόπουλος,[2] «η δίκη οδεύει μόνο προς τον πρώτο σταθμό της, ήτοι την έκδοση της πρωτοβάθμιας απόφασης. Θα ακολουθήσει και η δευτεροβάθμια απόφαση μετά την αναπόφευκτη άσκηση των εφέσεων».[3]
Πέραν όμως του νομικού σκέλους, αυτού καθαυτού, της δίκης της ‘Χρυσής Αυγής,’ ενσκήπτει και ένα ‘φορτισμένο’ πολιτικοϊδεολογικό πλαίσιο, που, εν προκειμένω, δύναται να ‘ανιχνευθεί’ πίσω από το βασικό σκεπτικό της εισαγγελικής πρότασης, και ως προς το επίδικο της σύστασης και της διεύθυνσης ‘εγκληματικής οργάνωσης,’ καθότι δια-φαίνεται μία προσίδια τάση ‘σχετικοποίησης’ της ασκούμενης νεο-ναζιστικής βίας, λεκτικής και σωματικής, στο βαθμό που η χθεσινή απόφαση της Αδαμαντίας Οικονόμου, παραγνωρίζει τους όρους της συσχέτισης του ιστορικού, πολιτικού και ιδεολογικού λόγου της οργάνωσης (το ‘φορτίο’ της), με την Χρυσαυγίτικη βία[4] έτσι όπως αυτή αρθρώθηκε στο πεδίο του κοινωνικού, με τα δύο στοιχεία να αλλητροφοδοτούνται, διαμορφώνοντας τις προϋποθέσεις συγκρότησης της ‘αξιακή Χρυσής Αυγής,’ για την οποία η βία δεν καθίσταται το ιδανικό μέσο[5] για την επίτευξη ενός σκοπού, αλλά σημαίνον που ενσωματώνει και ανα-πλαισιώνει τον και τους όρους ύπαρξης της οργάνωσης, προσδιορίζοντας μία θεμελιώδη ορίζουσα: την ‘αρχή’ της φυλετικής και της πολιτικής και ιδεολογικής ‘εκκαθάρισης.’
Οι Μιχάλης Πέτρου, Γιώργος Κανδύλης και Κώστας Βακαλόπουλος στη μελέτη του για την ασκούμενη βία από πλευράς της ‘Χρυσής Αυγής,’ επισημαίνουν το ό,τι η ίδια βία συνιστά «θεμελιακό χαρακτηριστικό της που μάλιστα εντάθηκε μετά την είσοδο στο κοινοβούλιο».[6]
Μάλιστα, στο μοτίβο της πολιτικοϊδεολογικά ασκούμενης βίας, εστιάζουν διάφορες μελέτες για την κοινωνική και πολιτική παρουσία της οργάνωσης, γραμμένες ιδίως την πρώτη περίοδο της κρίσης, με τον Σάββα Μιχαήλ στο δοκίμιο του που φέρει τον τίτλο ‘Η Φρίκη μιας παρωδίας. Τρεις Ομιλίες για τη “Χρυσή Αυγή,[7] να αναδεικνύει την συνάρθρωση μεταξύ πολωτικού ‘αντισημιτισμού’ και βίας, η οποία και συμπυκνώνεται γύρω και εντός του περιγράμματος δράσης του ‘Εβραίου’ η αναπαράσταση του οποίου εγγράφει τις όψεις της συγχρονίας.[8]
«Σκοτώστε τον Εβραίο που κουβαλάτε μέσα σας και είναι ο αρνητικός σας εαυτός, ο ανίκανος να σημασιοδοτήσει τη ζωή σας μ’ ένα υπέρτερο ιδανικό. Μετά, πολεμήστε τον Εβραίο που βρίσκεται γύρω σας», προτρέπει η Διακήρυξη Ιδεολογικών Αρχών της «Χρυσής Αυγής».[9]
Ο ‘Εβραίος’ δεν καθίσταται παρά ‘αρνητικό κακέκτυπο’ του ‘αληθινού’ Εαυτού, ‘ανάχωμα’ στη ‘χειραφέτηση,’ ‘σκιάχτρο’ που κραδαίνει το ‘φόβο’ της ‘καθήλωσης’ και της ‘ζωής δίχως ιδανικά,’ ‘φάντασμα’ που κρατά το ‘Εγώ’ δέσμιο των αναστολών του.
Η ‘εξόντωση’ του (όρος που προσλαμβάνει ιδιαίτερη σημασία στο νεο-ναζιστικό φαντασιακό), ο συμβολικός του θάνατος δεικνύει προς τον άξονα αναφοράς και κατ’ επέκταση επι-τέλεσης μίας οργανωμένης ‘μάχης’ (ο ιδεότυπος του ‘μαχητή’ που συμμετέχει και σε ‘Τάγματα Εφόδου’ ως ‘σταυροφόρος’ του φυλετικού εθνικισμού),[10] που δύναται να πραγματοποιηθεί εναντίον όλων όσοι συνιστούν τον Εβραίο γύρω σας»:[11] αναρχικοί, κομμουνιστές, μετανάστες, ομοφυλόφιλοι, που τίθενται υπό το πρίσμα (συνωμοσιολογικός λόγος) της δράσης του ‘πραγματικού Εβραίου’ που ‘κυριαρχεί στον κόσμο.’ Σε αυτό το πλαίσιο, η βία, και οντολογικά ασκούμενη προς, και η αξίωση του θανάτου της ‘αρνητικότητας’ διαπερνούν την νεο-ναζιστική οργάνωση, καθιστώντας εννοιολογικά, πολιτικά και θεωρητικά, εσφαλμένη την προσέγγιση της εισαγγελέως του τριμελούς Εφετείου.
Ενώ ορθώς τονίζεται πως «η ιδεολογία ενός πολιτικού κόμματος είναι πολιτικά αδιάφορη»[12] (ακόμη και η έννοια της ‘εγκληματικής οργάνωσης’ που χρησιμοποιείται και από μερίδες της Αριστεράς θεωρούμε πως καθίσταται προβληματική), αποσυνδέεται η ιστορικού τύπου, νοηματοδοτική συνθήκη (ο πολιτικός και ιδεολογικός λόγος που οργανώνει) με την βία που ενεγράφη σε σώματα υποκειμένων, προσιδιάζοντας, σε έναν υποβιβασμό στην ‘τυχαιότητα’ της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, όταν η δολοφονία του δεν αποδίδεται στην ‘επίλυση ποδοσφαιρικών-οπαδικών διαφορών’ (ας θυμηθούμε την τηλεοπτική εκ-φορά αυτού του επιχειρήματος). Έτσι, η παρουσία του Γιώργου Ρουπακιά, στο χώρο της μετέπειτα φόνευσης, καθίσταται ‘τυχαία,’ κάτι που, ακόμη και εάν ισχύει ως νομική αξίωση, δεν λαμβάνει ουσιωδώς υπόψιν της, αφενός μεν το ό,τι ο Γιώργος Ρουπακιάς υπήρξε μέλος της τοπικής οργάνωσης της ‘Χρυσής Αυγής’ (και του ‘Τάγματος Εφόδου’), ‘συν-διαλεγόμενος’ με το πολιτικό της ‘φορτίο’ περί ‘εχθρών’ του ‘Ελληνισμού,’ και της ‘πατρίδας,’ αφετέρου δε το ό,τι ο φονευθείς Παύλος Φύσσας, ‘ενσάρκωνε’ τον ιδεότυπο του πολιτικού και ιδεολογικού ‘εχθρού,’ ευρισκόμενος, πολιτικά και αξιακά, στην ‘αντίπερα όχθη’ και όντας αριστερός και κομμουνιστή και συνακόλουθα ‘αντι-φασίστας.’
Επρόκειτο για την άρθρωση και επι-τέλεση μίας πολιτικής φόνευσης που ενέχει ένα αντι-κομμουνιστικό περιεχόμενο, ζήτημα ευδιάκριτο εάν ανατρέξει κανείς στο ‘πράττειν’ της ‘Χρυσής Αυγής,’[13] στο εγκάρσιο σημείο όπου, ευρύτερα ομιλώντας, αμβλύνεται η ‘εξειδίκευση’ της βίαιης δράσης της οργάνωσης από τα ‘Τάγματα Εφόδου.’
Είναι χαρακτηριστικό ό,τι η εισαγγελέας εισηγείται την απαλλαγή των 17 συγκατηγορουμένων του Γιώργου Ρουπακιά,[14] θέτοντας σε νέο πλαίσιο το συμβάν της φόνευσης: όχι ‘προϊόν ενός ‘αστερισμού’ αναπαραστάσεων, αλλά ‘συμπτωματικό’ συμβάν,’ αντίληψη που ‘συγγενεύει’ υπόγεια με το πρόσημο της ‘μοίρας’: ‘ήταν η κακιά στιγμή.’
Ο λόγος δύναται να λειτουργήσει ως ‘τεκμήριο,’ κομίζοντας στη δημόσια σφαίρα την παρουσία των ‘Ταγμάτων Εφόδου’ στους δρόμους της Αθήνας και εν καιρώ βαθιάς κρίσης του ελληνικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, όχι με τους επι-γενόμενους όρους της ‘ιεραρχίας’ και της ιεραρχικής δράσης-ακολουθίας (απλοϊκό-αναγωγιστικό ερμηνευτικό σχήμα), αλλά της συμβολικής (φαντασιακής) και πραγμολογικής δόμησης των ‘Ταγμάτων Εφόδου’ ως την ‘ασπίδα’ και το ‘δόρυ’ της οργάνωσης στο πεδίο του δρόμου.
Με
την μη τελεσίδικη απόφαση της εισαγγελέως,[15] τίθενται νέα δεδομένα,
ενώ μένει να φανεί εάν η απόφαση θα δημιουργήσει ένα ιδιαίτερο δεδικασμένο που
θα επηρεάσει τη τελική απόφαση. Η ‘σχετικοποίηση’ της φυλετικά-ρατσιστικά
προσδιορισμένης βίας (βλέπε την περίπτωση των Αιγυπτίων αλιεργατών), ή και της ιδεολογικά
ιδωμένης βίας, (εναντίον μελών του ΠΑΜΕ), δεν προσφέρει το πρόσφορο έδαφος μίας
αναδρομικής δικαίωσης της δράσης της ‘Χρυσής Αυγής,’ όσο ανα-σημασιοδοτεί την
ίδια δράση ωσάν ‘μεμονωμένη εξαίρεση’ αποκόπτοντας από τα ευρύτερα συμφραζόμενα
της, που, όταν δεν καταπίπτει στα βάθρα της ‘τυχαιότητας,’ προσεγγίζει το ‘τα
παιδιά δεν γνώριζαν.’
[1] Βλέπε σχετικά, Μουστάκα Μίνα, ‘Μάγδα Φύσσα: Τελικά δεν είδαν τίποτα;’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 19/12/2019, σελ. 16-17. Η δημοσιογράφος επιλέγει ως τίτλο του άρθρου της, την αντίδραση της μητέρας του Παύλου Φύσσα, Μάγδας, αντίδραση που τείνει σε μία επιδίωξη ανά-κλησης της μνήμης του υιού της, εκεί όπου η μητέρα του θεωρεί την δικαστική απόφαση ως συμβολικά ‘δεύτερη φόνευση’ υιού της, με το μαχαίρι που εδώ ‘δεν στάζει αίμα,’ αλλά ‘λόγο: «Τελικά τον ξαναμαχαιρώνετε σήμερα; Αιμορραγεί πάντως η πληγή του».
[2] Ως προς το νομικό σκέλος της υπόθεσης, ο Αθανάσιος Αναγνωστόπουλος, αναφέρεται στην «απολύτως εσφαλμένη η εισαγγελική απόφαση συσχέτισης της δικογραφίας για τη δολοφονία Φύσσα με τη δικογραφία για την εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής. Η απόφαση αυτή προσέφερε στον κατηγορούμενο Ρουπακιά την ελευθερία του επί χρόνια ολόκληρα, λόγω παρόδου της διάρκειας της προσωρινής κράτησης». Βλέπε σχετικά, Αναγνωστόπουλος Αθανάσιος, ‘Μύθοι και πραγματικότητες για τη δίκη της Χρυσής Αυγής,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα…ό.π., σελ. 17.
[3] Για το νομικό σκεπτικό της απόφασης που και σε αυτή την περίπτωση, προσιδιάζει στο υπόδειγμα της «οργανωμένης φόνευσης» του Παύλου Φύσσα, βλέπε σχετικά, Μάνδρου Ιωάννα, ‘ Πρόταση εισαγγελέως σε δίκη ΧΑ: Δεν υπήρχε οργανωμένο σχέδιο για τη δολοφονία Φύσσα – Ζήτησε ενοχή μόνο για τον Ρουπακιά,’ Εφημερίδα ‘Η Καθημερινή,’ 18/12/2019, https://www.kathimerini.gr/1056713/article/epikairothta/ellada/protash-eisaggelews-se-dikh-xa-den-yphrxe-organwmeno-sxedio-gia-th-dolofonia-fyssa—zhthse-enoxh-mono-gia-ton-roypakia. Στη χρονική διάρκεια της δίκης της ‘Χρυσής Αυγής,’ προστίθεται και μία αρχική απόφαση που δεν θεωρούμε πως εμβαθύνει στα στοιχεία της δικογραφίας που δύνανται να τεκμηριώσουν και να αναδείξουν το περιεχόμενο της νεο-ναζιστικής βίας που αντλεί από φόρμουλες της ‘φυλής’ και του ‘αίματος’, δυνάμενη να μετασχηματισθεί σε, κατά τον Achille Mbembe, «θανατο-πολιτική» με τοπικές προεκτάσεις. Η ασκούμενη βία διαλέχθηκε με τον κοινωνικό-δημόσιο χώρο, προβάλλοντας την δυνατότητα συγκρότησης ενός πολιτικού υποκειμένου που διαμεσολαβεί το διττό πρόταγμα της ‘εκκαθάρισης-ανάκτησης.’
[4] Για μία ‘διεισδυτική’ και ταυτόχρονα χωρικά εστιασμένη μελέτη για την εκλογική παρουσία της ‘Χρυσής Αυγής’ σε περιοχές και σε συνοικίες του κέντρου των Αθηνών, για την θεώρηση της συσχέτισης της νεο-ναζιστικής βίας με την εκλογική επίδοση και επιτυχία της, βλέπε σχετικά, Dinas E., Georgiadou V., Konstantinidis I., Rori L., ‘From dusk to dawn: Local party organization and party success of right-wing extremism,’ Party Politics, σελ. 1-13, 2013.
[5] Μία ιδιαίτερη λογοτεχνική απεικόνιση της παρουσίας της ‘Χρυσής Αυγής’ στο κέντρο της Αθήνας προσφέρει ο Κώστας Περούλης στο διήγημα του που φέρει τον τίτλο ‘Μπετά,’ με τον συγγραφέα να ανα-συγκροτεί τον τρόπο λειτουργίας και εξασφάλισης εργασίας στον κατασκευαστικό κλάδο. Ένας εργολάβος κατασκευών διασχίζοντας τους δρόμους της Αθήνας, μεταξύ προσφορών και συμφωνιών, πλησιάζει την πλατεία Αμερικής, σταματώντας στην οδό Μυθήμνης: «Σταμάτησα στη Μυθήμνης και κατέβηκα από τη μηχανή μπροστά σε κάτι χρυσαυγίτες». Η λογοτεχνική ‘γλώσσα,’ επαναπροσδιορίζει τα σημεία της Χρυσαυγίτικης παρουσίας στο κέντρο της Αθήνας, την χωρική πυκνότητα της (βλέπε και το εγχείρημα χωρικής ανάδειξης της νεο-ναζιστικής βίας με τον τίτλο ‘Βάλ’ τους Χ-Ο Μαύρος Χάρτης της Αθήνας’), όπως αναπαράγεται σε χώρους όπου παρατηρείται και συγκέντρωση μεταναστών, Αφρικάνικης και Πακιστανικής καταγωγής, οι οποίοι και αναφέρονται από τον εργολάβο κατασκευών, όχι ‘φευγαλέα’ αλλά μαζικά. Τα ‘Τάγματα Εφόδου’ της ‘Χρυσής Αυγής’’ ‘διαπραγματεύονται’ προβαίνουν στη σύζευξη της ρατσιστικής βίας με τελετουργίες και ‘πορείες’ εθνικής ‘αναγέννησης’ που τροφοδοτούν το φαντασιακό (τον ίδιο ‘μύθο’) της ‘καθαρότητας.’ Αντίστοιχο περιεχόμενο προσλαμβάνει και το διήγημα του Γιάννη Τσίρμπα με τίτλο ‘Η Βικτώρια δεν υπάρχει,’ όπου και εκεί σημαίνεται χωρικά-πολιτικά με επίκεντρο την Αθήνα, ο λαϊκά πλαισιωμένος ρατσιστικός λόγους που προσεγγίζει και έρχεται σε επαφή με το Χρυσαυγίτικο ‘κεφάλαιο.’ Από την άλλη πλευρά, και ο δημοσιογράφος από την πόλη της Βέροιας, Αλέκος Χατζηκώστας διαπερνά το ‘πράττειν’ της ‘Χρυσής Αυγής,’ χρησιμοποιώντας την φόρμουλα «μαύρα μπλουζάκια» ως συνδήλωση που παραπέμπει στο ‘μαύρο’ ως το χρώμα της βίας που δεικνύει τον ‘κάτοχο τους’ (με όρους όμως περισσότερο σχηματικούς): «οι τραμπούκοι με τα μαύρα μπλουζάκια», ‘εγγίζοντας’ εκφάνσεις ενός οιονεί ‘ανορθολογισμού’ στη δράση της. Βλέπε σχετικά, Περούλης Κώστας, ‘Μπετά,’ Σειρά Διηγημάτων, ‘Αυτόματα,’ Εκδόσεις Αντίποδες, Αθήνα, 2015, σελ. 66· Βλέπε σχετικά, Τσίρμπας Γιάννης, ‘Η Βικτώρια δεν υπάρχει,’ Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 2013 & Χατζηκώστας Αλέκος, ‘ «Το πραξικόπημα»,’ Σειρά Διηγημάτων ‘Σχεδία Μνήμης,’ Εκδόσεις Ars Poetica, Βέροια, 2014, σελ. 19-26.
[6] Βλέπε σχετικά, Πέτρου Μιχάλης, Κανδύλης Γιώργος, Βακαλόπουλος Κώστας, ‘Μυθοποιητική αφήγηση και κουλτούρα βίας: Ερμηνεύοντας την υποστήριξη της Χρυσής Αυγής στην ελληνική περιφέρεια,’ στο: Γεωργαράκης Ν.Γ. & Δεμερτζής Νίκος, (επιμ.), ‘Το Πολιτικό πορτραίτο της Ελλάδας. Κρίση και αποδόμηση του πολιτικού,’ Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών/ Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2015, σελ. 238. Μετά την είσοδο της οργάνωσης στο Κοινοβούλιο, ο πολιτικός και ιδεολογικός λόγος της κατέστη περισσότερο συστηματοποιημένος προς τον άξονα στηλίτευσης της ‘ενδοτικότητας,’ και της ‘υποτέλειας’ της εγχώριας πολιτικής ελίτ, διανθισμένου με τα χαρακτηριστικά μίας ‘επιθετικής’ συνωμοσιολογίας που δύναται να επαναφέρει το Καραμανλικό υπόδειγμα του ‘ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο,’ προσιδιάζοντας στην παραγωγή των όψεων ενός ‘καθεστώτος αρρενωπότητας’: οι ‘ψοφοδεείς και θηλυπρεπείς πολιτικοί δεν πράττουν ως άνδρες και δη ως ‘Έλληνες άνδρες.’
[7] Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Η Φρίκη μιας παρωδίας. Τρεις ομιλίες για τη «Χρυσή Αυγή», Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2013. Είναι ενδεικτικό από πλευράς του συγγραφέα, το ό,τι ο τίτλος της οργάνωσης «Χρυσή Αυγή» τοποθετείται σε εισαγωγικά, δίδοντας στο εγχείρημα του Σάββα Μιχαήλ τις πλαισιώσεις της εν τη γενέσει προσπάθειας αποδόμηση της, ‘αποφορτίζοντας’ τον τίτλο της σχεσιακά: η οργάνωση δεν διαθέτει ‘καμία σχέση’ με τους συμβολισμούς μίας ‘Χρυσής Αυγής,’ όντας ‘μαύρη οργάνωση’ (βλέπε και την ονομασία ‘Μαύρη Νύχτα’ που της προσέδωσε ο Μητροπολίτης Σιατίστης Παύλος).
[8] Λαμβάνοντας υπόψιν το δεδομένο της βιβλιογραφίας περί ‘Χρυσής Αυγής,’ δύναται να προσθέσουμε κάποιους σχετικούς τίτλους: Εμμανουηλίδης Μάριος & Κουκουτσάκη Αφροδίτη, ‘Χρυσή Αυγή και στρατηγικές διαχείρισης της κρίσης,’ Πρόλογος: Ψαρράς Δημήτρης, Εκδόσεις Futura, Αθήνα, 2013, Παπασαραντόπουλος Πέτρος, ‘Εξτρεμισμός και πολιτική βία στην Ελλάδα. Το big bang της Χρυσής Αυγής,’ Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2014, το ενδεικτικό, για την ιστορία της οργάνωσης βιβλίο του Δημήτρη Ψαρρά, ‘Η Μαύρη Βίβλος της Χρυσής Αυγής,’ Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, 2012, την μελέτη, υπό την σκέπη της ‘ανάλυσης λόγου’ (discource analysis), που δεικνύει τις ορίζουσες του πολιτικού της λόγου που διαμορφώνουν ‘εύφορο έδαφος’ για την άσκησης της ‘τιμωρητικής-εκκαθαριστικής’ βίας, Βελουδογιάννη Παρασκευά-Δέσποινα, ‘Ο Εχθρός, το Αίμα, ο Τιμωρός
Αναλύοντας δεκατρείς λόγους του «Αρχηγού» της Χρυσής Αυγής,’ Εκδόσεις Νήσος, Αθήνα, 2015.
[9] Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Η Φρίκη μιας παρωδίας. Τρεις ομιλίες για τη «Χρυσή Αυγή»…ό.π., σελ. 20.
[10] Στην ανάλυση μας δεν προσεγγίζουμε την Χρυσαυγίτικη βία ως μονοδιάστατο πεδίο ή ως «επιθετικό αίτιο που επιφέρει φυσική βλάβη», αλλά, αντιθέτως, αναζητούμε τα χαρακτηριστικά που την συνθέτουν, την ‘συν-διαλλαγή’ της με τον πολιτικό λόγο ως στρατηγική και όχι ως δηλωτικό προθέσεων, που ‘κατασκευάζει’ εννοιολογικά το περιεχόμενο του ‘εχθρού,’ την τοποθέτηση της σε ένα ευρύτερο κοινωνικό-πολιτικό και πολιτισμικό περιβάλλον εντός του οποίου παράγεται το σημαίνον του ‘Χρυσαυγιτισμού’ και ως πολιτικο-αισθητική ‘εξέγερση.’ Προσεγγίζουμε εν προκειμένω και την αναλυτική της Πηνελόπης Παπαηλία, περί της βίας που συνιστά μία από τις προϋποθέσεις διασφάλισης της εθνο-κρατικής και «εθνο-φυλετικής» ταυτότητας. Βλέπε σχετικά, , Πέτρου Μιχάλης, Κανδύλης Γιώργος, Βακαλόπουλος Κώστας, ‘Μυθοποιητική αφήγηση και κουλτούρα βίας: Ερμηνεύοντας την υποστήριξη της Χρυσής Αυγής στην ελληνική περιφέρεια,’ στο: Γεωργαράκης Ν.Γ. & Δεμερτζής Νίκος, (επιμ.), ‘Το Πολιτικό πορτραίτο της Ελλάδας. Κρίση και αποδόμηση του πολιτικού…ό.π., σελ. 239 & Παπαηλία Πηνελόπη, ‘Η βία της οπτικοποίησης,’ στο: Γκαρά Ε. & Ροζάκου Κ., (επιμ.), ‘Ελληνικά παράδοξα: Πατρωνία, Κοινωνία Πολιτών και Βία,’ Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2013, σελ. 11-24.
[11] Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Η Φρίκη μιας παρωδίας. Τρεις ομιλίες για τη «Χρυσή Αυγή»…ό.π., σελ. 20.
[12] Βλέπε σχετικά, Μουστάκα Μίνα, ‘Μάγδα Φύσσα: Τελικά δεν είδαν τίποτα;…ό.π. Με βάση το σκεπτικό της εισαγγελέως, η πολιτική βία αποτελεί ‘δευτερεύον συστατικό,’ και όχι επίδικο συστηματικό δραστηριοποίησης και πολιτικής επι-τέλεσης που συμβάλλει σε μία και ‘συγ-κινησιακή’ κινητοποίηση με στοιχεία εξτρεμισμού. Το σκεπτικό τείνει στην ανάδυση μορφών ‘τυχαιότητας’ που κινείται γύρω από την σφαίρα του κοινού ποινικού δικαίου. Δεν ενυπάρχει φόνευση αλλά «έγκλημα». Για την εννοιολόγηση των μορφών ενός εξτρεμισμού της άκρας δεξιάς,’ βλέπε σχετικά, Poyakova A. ‘From the provinces to the parliament: How the Ukrainian radical right mobilized in Galicia,’ Communist and Post-Communist Studies, 47, σελ. 211-225. Η άποψη της εισαγγελέως για τη μη-ποινική διάσταση της ιδεολογίας ενός πολιτικού κόμματος, αποτελεί θεμελιώδες χαρακτηριστικό ενός κράτους δικαίου. Μόνο που σε αυτό το πλαίσιο, δύνανται να εξετασθούν και άλλοι παράγοντες.
[13] Ευρύτερα ομιλώντας, ακόμη και ο όρος ‘άκρα δεξιά,’ κατά την διαπίστωση του Pierre-Andre Taguieff, καθίσταται προβληματικός, παραπέμποντας σε μία χωροταξική έως γεωγραφική θεώρηση που διακρίνει μεταξύ ‘κέντρου’ και ‘άκρου-άκρων,’ με το ιδιαίτερο ζητούμενο να καθίσταται το περιεχόμενο πολιτικής των συγκεκριμένων πολιτικών κομμάτων τα οποία και εκθέτουν, την κατά τον Cas Mudde, «προσφορά» στην κοινωνική-πολιτική ‘αγορά.’ Και είναι ενδιαφέρον να ειπωθεί ό,τι η ‘Χρυσή Αυγή,’ συμπύκνωσε ή αλλιώς, διαμόρφωσε σχέσεις κοινωνικής εκπροσώπησης κατά την διάρκεια μίας ιστορικής-κρισιακής περιόδου, υπό την συνθήκη δόμησης του ‘εθνικίζοντος προστατευτισμού’ με σημείο αναφοράς την Μεταπολιτευτική, γενεαλογική, ‘προδοσία’ και ‘ενοχή,’ από τα Ίμια έως την κρίση. Βλέπε σχετικά, Mudde Cas, ‘The Populist radical right: A pathological normalcy,’ West European Politics, 33, 6, σελ. 1167-1186, 2010.
[14] Βλέπε σχετικά, Μουστάκα Μίνα, ‘Μάγδα Φύσσα: Τελικά δεν είδαν τίποτα;…ό.π.
[15] Βλέπε και την κριτική προσέγγιση της όλης απόφασης, από τον δικηγόρο της πολιτικής αγωγής Κώστα Παπαδάκη. Βλέπε σχετικά, Παπαδάκης Κώστας, ‘Η δίκη δεν τελείωσε, η πολιτική αγωγή είναι παρούσα,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα…ό.π., σελ. 16-17.