Η Καθαρά Δευτέρα αποτελεί το τέλος της Αποκριάς, σηματοδοτώντας την έναρξη της Μεγάλης Σαρακοστής, δηλαδή της νηστείας που διαρκεί 40 ημέρες, όσες και οι μέρες νηστείας του Χριστού στην έρημο.
Πρόκειται για κινητή εορτή, οποία εξαρτάται από την ημερομηνία του Πάσχα. Ειδικότερα, «πέφτει» κάθε χρόνο στο ξεκίνημα της 7ης εβδομάδας, δηλαδή 48 μέρες πριν το Ορθόδοξο Πάσχα και προφανώς πάντοτε ημέρα Δευτέρα.
Έτσι, λοιπόν, η Καθαρά Δευτέρα φέτος εορτάζεται στις 27 Φεβρουαρίου και το Πάσχα στις 16 Απριλίου. Μάλιστα, η Καθαρά Δευτέρα έχει συνδεθεί – όπως είναι φυσικό – με την κατανάλωση των λεγόμενων σαρακοστιανών (π.χ. χταπόδι, χαλβάς, ταραμοσαλάτα κλπ.). Ένα από τα έθιμα της Καθαράς Δευτέρας είναι το πέταγμα του χαρταετού, το οποίο έχει επίσης τον δικό του συμβολισμό.
Καθαρά Δευτέρα: Πώς πήρε το όνομά της;
Η ονομασία της Καθαράς Δευτέρας προέρχεται από τους Χριστιανούς, γιατί με την έναρξη της νηστείας, υποβάλλονταν σε «καθαρισμό» πνεύματος και σώματος. Ωστόσο, συνδέεται και με τη συνήθεια των νοικοκυρών, το πρωί της συγκεκριμένης ημέρας, να πλένουν με ζεστό νερό και στάχτη τα μαγειρικά τους σκεύη ως «ημέρα κάθαρσης». Εν συνεχεία, τα σκεύη έπαιρναν και πάλι τη θέση τους, παραμένοντας εκεί μέχρι τη λήξη της νηστείας. Επιπλέον, κατά την ημέρα αυτή, οι οικογένειες έκαναν εξορμήσεις στην ύπαιθρο, στρώνοντας καταγής τραπεζομάντιλο και τρώγοντας νηστίσιμα φαγητά.
Πρωταγωνιστικό ρόλο στο νηστίσιμο τραπέζι της Καθαράς Δευτέρας κατέχει η λαγάνα (άζυμο ψωμί που παρασκευάζεται με παραδοσιακό τρόπο στη χώρα μας), ταραμά και άλλα νηστίσιμα, όπως χαλβά, ελιές, ταραμά και φασολάδα χωρίς λάδι.
Από το παρελθόν, η Καθαρά Δευτέρα συνδεόταν με την ανάγκη του λαού για εσωτερική κάθαρση σε σωματικό, ενεργειακό, ψυχικό και πνευματικό επίπεδο. Οι βυζαντινοί την ονόμαζαν Απόθεση – Απόδοση και τη μέρα εκείνη τελούσαν κάποια δρώμενα.
Η προέλευση της λέξης «Κούλουμα»
Ο εορτασμός της Καθαράς Δευτέρας στην ύπαιθρο είναι γνωστός και ως «Κούλουμα», λέξη που χρησιμοποιείται σχεδόν σε όλη την Ελλάδα. Για την ετυμολογία της υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Κατά τον Νικόλαο Πολίτη, πατέρα της ελληνικής λαογραφίας, η λέξη προέρχεται από το λατινικό Cumulus (κούμουλους) που σημαίνει σωρός, αφθονία αλλά και το τέλος. Εκφράζει δηλαδή το τέλος, τον επίλογο της Απόκριας. Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, προέρχεται από μία άλλη λατινική λέξη, τη λέξη «κόλουμνα», δηλαδή «κολώνα». Κι αυτό, επειδή το πρώτο γλέντι της Καθαράς Δευτέρας στην Αθήνα έγινε στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.
Όπως αναγράφεται στο Wikipedia, τα Κούλουμα είναι πανελλήνια εορτή με αθηναϊκή καταγωγή, ενώ σύμφωνα με κάποιους άλλους είναι βυζαντινή. Στην Κωνσταντινούπολη εορταζόταν έντονα από πλήθος κόσμου που συνέρρεε σε έναν από τους επτά λόφους της πόλης και συγκεκριμένα σ’ εκείνον του ελληνικότατου οικισμού των «Ταταούλων».
Τα έθιμα της Καθαράς Δευτέρας
Τα κούλουμα εορτάζονται διαφορετικά από περιοχή σε περιοχή με τον κέφι, το χορό και το τραγούδι να αποτελούν κυρίαρχα στοιχεία.
Το έθιμο του Αγά – με ρίζες στην Τουρκοκρατία – αναβιώνει στα Μεστά και στους Ολύμπους της Χίου. Ο Αγάς, αυστηρός δικαστής, δικάζει και καταδικάζει με χιούμορ και πειράγματα τους θεατές του εθίμου.
Σε πολλά χωριά της Κέρκυρας αναβιώνει ο παραδοσιακός χορός των Παπάδων. Το χορό σέρνουν πρώτοι οι ιερείς και ακολουθούν οι γέροντες του χωριού.
Στον Πόρο τηρείται το «ξάρτυσμα», το καθάρισμα δηλαδή των μαγειρικών σκευών από τα λίπη και τα υπολείμματα από το φαγοπότι της αποκριάς.
Ο βλάχικος γάμος της Θήβας είναι πανάρχαιο έθιμο που πραγματοποιείται παραδοσιακά με το ξύρισμα του γαμπρού και το στόλισμα της νύφης, η οποία στη πραγματικότητα είναι άνδρας.
Σύμφωνα με το έθιμο των Μουτζούρηδων στον Πολύσιτο της Βιστωνίδας, δύο μεταμφιεσμένοι μουτζουρώνουν τους επισκέπτες με καπνιά από το καζάνι όπου έβραζε την προηγούμενη μέρα η φασολάδα από τις γυναίκες του χωριού.
Το έθιμο του αλευρομουτζουρώματος συναντάμε στο Γαλαξίδι, με τους καρναβαλιστές να χορεύουν αλευρωμένοι και μουτζουρωμένοι κυκλικούς χορούς.
Του Κουτρούλη ο Γάμος στη Μεθώνη είναι η αναβίωση ενός πραγματικού γάμου που άφησε εποχή κατά τον 14ο αιώνα, με έντονη σατυρική διάθεση και πειράγματα για τη νύφη.
Οι επισκέπτες του αγροτικού καρναβαλιού στη Νέδουσα στη νότια Πελοπόννησο συμμετέχουν ενεργά σε ένα αρχαίο τελετουργικό για ευημερία και γονιμότητα.
Στη Βόνιτσα, αναβιώνει το έθιμο του Αχυρένιου Γληγοράκη, όπου ένας αχυρένιος ψαράς δεμένος σε γάιδαρο γυρνάει σε όλο το χωριό για να καταλήξει σε μια φλεγόμενη βάρκα ανοιχτά της θάλασσας.
Η λαγάνα
Η λαγάνα, το επίπεδο ψωμί με την ελάχιστη ψίχα, την τραγανή κόρα και το ξεχωριστό σουσαμένιο άρωμα, αποτελεί κλασική επιλογή στο τραπέζι της Καθαράς Δευτέρας
Η ιστορία της διατρέχει όλη τη διατροφική παράδοση από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας. Ο Αριστοφάνης στις “Εκκλησιάζουσες” λέει “Λαγάνα πέττεται” δηλαδή “Λαγάνες γίνονται”. Αλλά και ο Οράτιος στα κείμενά του αναφέρει ότι η λαγάνα είναι “Το γλύκισμα των φτωχών”.
Το έθιμο της λαγάνας δεν άλλαξε σχεδόν καθόλου στο διάβα των αιώνων και σήμερα παρασκευάζεται με μεράκι από τους αρτοποιούς της κάθε συνοικίας, πάντα τραγανή, νόστιμη και πασπαλισμένη με σουσάμι έχοντας μια ξεχωριστή γεύση. Καταναλώνεται κατά το έθιμο πάντα την Καθαρή Δευτέρα, που είναι η πρώτη μέρα της Σαρακοστής.
Η κυρά Σαρακοστή
Ένα από τα παλαιότερα έθιμα που σχετίζονται με τη γιορτή του Πάσχα είναι το έθιμο της κυρά-Σαρακοστής, που πλέον αναβιώνει όλο και λιγότερο. Χρησίμευε ως ημερολόγιο για να μετράμε τις εβδομάδες από την Καθαρά Δευτέρα μέχρι τη Μεγάλη Εβδομάδα, καθώς η κυρά-Σαρακοστή έχει 7 πόδια, ένα για κάθε εβδομάδα της περιόδου της Σαρακοστής.
Πρόκειται για ένα έθιμο που σήμερα τείνει να εκλείψει, ενώ παλαιότερα το συναντούσαμε σε όλο τον ελλαδικό χώρο με διάφορες παραλλαγές.
Η ονομασία «Χαρταετός» ποικίλει από χώρα σε χώρα. Στη Γερμανία λέγεται ντράχεν που σημαίνει δράκος, στην Ιαπωνία τάκο που σημαίνει χταπόδι, στο Μεξικό παραλότε που σημαίνει πεταλούδα, στην Αγγλία κάιτ που είναι το όνομα ενός πουλιού, και στην Ελλάδα χαρταετός.
Ωστόσο, τα ονόματα των χαρταετών δεν είναι διαφορετικά μόνο από χώρα σε χώρα, αλλά πολλές φορές διαφέρουν και από περιοχή σε περιοχή μέσα στην ίδια χώρα. Στη Θράκη, ο χαρταετός ονομάζεται και πετάκι, στα Επτάνησα και Φύσουνα και στις Κυκλάδες, στεφανωτό.
Ο χαρταετός μετρώντας πολλά ταξίδια μέσα στον χρόνο και σε πολλές χώρες του κόσμου, απόκτησε ποικίλες μορφές και δημιούργησε πολλούς μύθους γύρω από το όνομά του.
Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι υπάρχει μια εκδοχή που αναφέρει ότι ο μηχανικός Αρχύτας (440 – 360 π.Χ.) από την αρχαία ελληνική πόλη του Τάραντα στην Νότια Ιταλία, που ασχολήθηκε με πτήσεις, χρησιμοποίησε τον χαρταετό για τις μελέτες του, όλοι γνωρίζουμε ότι ο χαρταετός ξεκίνησε από την Ανατολική Ασία και συγκεκριμένα από την Κίνα 2.000 χρόνια πριν. Οι Κινέζοι έφτιαχναν χαρταετούς από μπαμπού, μετάξι, χαρτί και τον χρησιμοποιούσαν για να διώξουν τα κακά πνεύματα.
Με το πέρασμα των χρόνων ο χαρταετός έγινε γνωστός στην Ιαπωνία, στην Ταϊλάνδη, στο Αφγανιστάν και στην Ευρώπη.
Ο συμβολισμός του πετάγματος του χαρταετού στην ελληνική χριστιανική παράδοση είναι αρκετά συναφής με τον κινεζικό. Συμβολίζει το πέταγμα της ανθρώπινης ψυχής προς τον ουρανό και το Θεό. Μάλιστα οι άνθρωποι παλιότερα πίστευαν ότι όσο πιο ψηλά πετάξει ο χαρταετός τόσο πιο πιθανό ήταν ο Θεός να εισακούσει τις προσευχές τους και να τις πραγματοποιήσει.