Μαίνεται το στεγαστικό ζήτημα, ειδικά στο λεκανοπέδιο της Αττικής και στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης είναι μικρότερα του ούτως ή άλλως μειούμενου μέσου όρου. Υπενθυμίζεται ότι από το 2005 έως το 2023 το ποσοστό ιδιοκατοίκησης υποχώρησε από το 84,6% σε μόλις 69,6%, με βάση τα τελευταία στοιχεία της Eurostat.
Η δομική αυτή αλλαγή έχει αυξήσει κατακόρυφα τον αριθμό των υποψηφίων ενοικιαστών, ενώ η εν λόγω «δεξαμενή» εμπλουτίζεται διαρκώς και από την αδυναμία των περισσότερων νέων νοικοκυριών να στραφούν στην αγορά κατοικίας, όπως συνέβαινε πριν από την οικονομική κρίση.
Ετσι οι τιμές των ενοικίων αυξάνονται συνεχώς, η προσφορά παραμένει περιορισμένη, ενώ την ίδια στιγμή οι μισθολογικές απολαβές και γενικότερα η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών δεν έχει ανακάμψει με τον επιθυμητό ρυθμό, ώστε αν όχι να συμβαδίζει με τις αυξήσεις στο κόστος στέγης, τουλάχιστον να υπολείπεται ελαφρώς. Είναι αποκαλυπτικά τα στοιχεία της τελευταίας ετήσιας έκθεσης της ΓΣΕΕ, όπου επισημαίνεται ότι η Ελλάδα είναι η χώρα με το υψηλότερο κόστος στέγασης στην Ε.Ε.
Σύμφωνα με τη Εurostat, πληρώνουμε κατά μέσον όρο το 35,2% του διαθέσιμου εισοδήματός μας για έξοδα στέγασης, όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι 19,7%.
Στο σύνολο της χώρας, το 28,5% των νοικοκυριών δαπανά πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του για την κάλυψη εξόδων στέγασης. Ωστόσο, όταν πρόκειται για ενοικιαστές, το ποσοστό αυτό εκτινάσσεται στο 80%, δηλαδή οκτώ στους δέκα, κάτι που εξηγεί και το μέγεθος της κρίσης, δεδομένου ότι ο αριθμός των ενοικιαστών συνεχώς αυξάνεται.
Παράλληλα, λαμβάνοντας ως έτος βάσης το 2008, το κατά κεφαλήν διαθέσιμο εισόδημα στην Ελλάδα βρίσκεται στο 81,6% (2023), έναντι 111,1% στην υπόλοιπη Ε.Ε. Στην πράξη, δηλαδή, προκύπτει ότι τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν «φτωχύνει» κατά σχεδόν 20% σε σχέση με την περίοδο πριν από την οικονομική κρίση, ενώ το ίδιο διάστημα στην Ευρώπη τα εισοδήματα καταγράφουν αύξηση άνω του 11%.