Η εικόνα είναι τόσο ισχυρή που αναδίδει τη μυρωδιά της φλεγόμενης σάρκας. Εχει ακόμα και σήμερα τον ήχο των κραυγών και τις οσμές των απανθρακωμένων σωμάτων. Είναι ένα από τα τραύματα που μπορούν να χαρακτηριστούν όχι μόνο συλλογικά, αλλά ακόμα και διαγενεαλογικά. Είναι μια από τις φορές που το βιολογικό στοιχείο αντανακλάται στο πολιτικό. Και ο φόβος της επανάληψης σε όλα τα επίπεδα είναι παρών. Αρκεί ένα μελτέμι για την αναβίωση ψυχικών οδυνών και ενοχών.
Εναν χρόνο μετά, οι τραυματικές μνήμες εμποδίζουν τους κατοίκους της περιοχής γύρω από το Μάτι, τη Ραφήνα, τον Νέο Βουτζά, την Κινέτα να επανέλθουν σε έναν φυσιολογικό τρόπο ζωής. «Ακόμα ακούω ουρλιαχτά», «Το μυαλό μου γεμίζει διαρκώς με πιθανά σημεία διαφυγής», «Στον ύπνο μου βλέπω φλόγες να με τυλίγουν», «Δεν μπόρεσα να κάνω κάτι για να τους σώσω». Είναι κάποιες από τις φράσεις που αναπαράγονται στις συζητήσεις των ανθρώπων που βρέθηκαν κοντά στην καταστροφή. Οι περισσότεροι από αυτούς είτε νοσηλεύτηκαν, είτε βίωσαν την απώλεια αγαπημένων προσώπων, κατοικίδιων και περιουσιών.
Σήμερα -ομολογούν- εξακολουθούν να βιώνουν αισθήματα εγκλωβισμού και ενίοτε απόγνωσης και τρόμου. Μερικοί -λένε πως- αισθάνονται ότι βρίσκονται σε καθεστώς ομηρίας. Και δεν εννοούν προφανώς μονάχα την ομηρία που βιώνουν εδώ και δώδεκα μήνες στις κατασκηνώσεις της περιοχής. Αλλά την ψυχική ανημποριά που τους θέτει αυτομάτως στο έλεος του Αλλου. Για σύνδρομο μετατραυματικού στρες μιλούν οι ειδικοί. Η εγκατάσταση ενός φόβου που γίνεται φοβία στον ψυχισμό των κατοίκων είναι κάτι το αναπόδραστο.
Οπως ακριβώς η διαδικασία πένθους. Αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτό. Το τραυματικό στοιχείο δεν αφορά μόνο όσους ήταν παρόντες στον τόπο της καταστροφής άλλα και όσους εμπλέκονται υποκειμενικά, ο καθένας με διαφορετικό τρόπο. Από τους τοπικούς άρχοντες και τους υπαλλήλους του δήμου και της πολεοδομίας μέχρι το πολιτικό προσωπικό της χώρας που διαχειρίζεται εδώ και δεκαετίες τις «αυθαιρεσίες».
Οι συλλογικές τραυματικές εμπειρίες -όπως η φονική πυρκαγιά στο Μάτι, ο πόλεμος στη Συρία ή η Μικρασιατική Καταστροφή-, που πλήττουν ένα ολόκληρο έθνος, καταλαμβάνουν σταδιακά κομβική θέση στην ανθρώπινη συνείδηση. Για την ακρίβεια το συλλογικό τραύμα εγγράφεται στο ασυνείδητό μας όπως τα πιο σημαντικά γεγονότα της ζωής μας, από τη γέννηση μέχρι το ζευγάρωμα και τον θάνατο. Η πρώτη γενιά βιώνει το τραύμα με τα γνωστά συνεπακόλουθα ακολουθώντας όλη τη διαδρομή, από την απώλεια στο πένθος. Η δεύτερη γενιά κληρονομεί το τραύμα σε μετασχηματισμένη μορφή.
Οι ρίζες του συνδρόμου του μετατραυματικού στρες εντοπίζονται στην περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και στη διάγνωση νευρικού κλονισμού από την έκρηξη πυρομαχικών.
Ποια μπορεί να είναι η σύνδεση της πολιτικής εξουσίας με τη ζωή και κατ’ επέκταση με τον θάνατο; Αυτός ο συσχετισμός υπήρξε η πρωτοτυπία της θεωρίας του Φουκό. Η βιοπολιτική, η οποία τέμνει κάθε μοντέλο φιλελεύθερης διακυβέρνησης, βασίζεται στον έλεγχο των πληθυσμών. Αν θέλουμε λοιπόν να κατανοήσουμε τη νεωτερική εξουσία και όλα όσα αυτή συνεπάγεται, δεν μπορούμε να μην ανατρέξουμε στη βιοπολιτική του Φουκό. Τι είναι το βιοπολιτικό υποκείμενο; Είναι μεταξύ άλλων και εκείνο που του επιτρέπεται ή ωθείται να «κλείσει δρόμους». Είναι εκείνο που καταλήγει να ζει σε αδιέξοδα. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Κάποια από αυτά τα αδιέξοδα μπορούν να γίνουν φονικά. Οπως πέρυσι.
Η θλιβερή επέτειος της φονικής πυρκαγιάς δεν συνοδεύτηκε λοιπόν μόνο από μνημόσυνα και πένθος. Ακούσαμε τη Μαρία, τον Σπύρο, τη Μυρτώ, τον Γιάννη: «Ξυπνάω λουσμένος στον ιδρώτα από εφιάλτες, «Γύρω μου άνθρωποι καίγονται και σπαράζουν», «Φυσά ένα αεράκι και δεν μπορώ να το απολαύσω». Το τραύμα είναι ακόμα ανοιχτό ενώ η ενοχή βαραίνει και εκείνους που απλά επέζησαν.
Ο Ζακ Ντεριντά έγραφε πως το αυτοάνοσο του βιοπολιτικού σώματος είναι η τρομοκρατία, δηλαδή πρόκειται για έναν εχθρό που δεν έρχεται από έξω, αλλά από μέσα. Υπάρχουν ωστόσο και άλλα αυτοάνοσα του βιοπολιτικού σώματος. Οπως μια φυσική καταστροφή όπου οι πολεοδομικές ευθύνες είναι διαχρονικές και οι πολιτικές ευθύνες τεράστιες, με ρίζες βαθιές μέσα στον χρόνο. Κάτι ανάλογο ισχύει με τις ατομικές ευθύνες.
Το στοίχημα -σε ψυχικό επίπεδο- είναι η ανάληψη της ευθύνης από τη μεριά του υποκειμένου του ασυνείδητου. Υπάρχει ως γνωστόν πάντα ένας δισταγμός απέναντι στην ανάληψή της τόσο από τους φορείς όσο και από τους ίδιους τους πολίτες, κάτι που καθηλώνει το άτομο -όποια κι αν είναι η ιδιότητά του- στη θέση του θύματος ή του κατήγορου.
Πριν από έναν χρόνο παρακολουθήσαμε τη ζωή να χάνεται μπροστά στις οθόνες μας και τους συνανθρώπους μας να επιστρέφουν σε κατάσταση ανημποριάς και εγκατάλειψης νιώθοντας πως δεν είναι «κύριοι» της ζωής τους. Οσοι βίωσαν την τραυματική εμπειρία κλήθηκαν να διαχειριστούν μια παρατεταμένη αγωνία θανάτου και ενίοτε με δυσβάσταχτη ενοχή της ζωής. Σε αρκετές περιπτώσεις συναντήσαμε την εμφάνιση ψυχοσωματικών συμπτωμάτων και την επιμονή χαοτικών συναισθημάτων. Σε αρκετούς διαπιστώθηκε ακόμα και ρήξη ταυτότητας.
Οι άνθρωποι που έχουν βιώσει μια τραυματική εμπειρία αισθάνονται πως η ζωή τους μπορεί να οδηγηθεί με ευκολία στον θάνατο δίχως τον διασώστη Αλλον, όπως υποστήριζε ο Ζίγκμουντ Φρόιντ. Για να πάψει αυτό το δυσβάσταχτο αίσθημα, το υποκείμενο της καταστροφής θα πρέπει να νιώσει πως κάποιος ακούει την επίκληση της κραυγής του.
Η αναγνώριση της συν-ευθύνης σε μια καταστροφή, της συν-ευθύνης τους στο τραύμα ενός έθνους είναι καθοριστικής σημασίας για τη μετατόπιση θέσης του ατόμου από τη θέση του θύματος και του κατήγορου στη θέση του υποκειμένου της ευθύνης. Αυτή είναι και η μεγάλη συμβολή του Ζακ Λακάν στην ψυχανάλυση: η ανατροπή της έννοιας του υποκειμένου όπου η ανάληψη της ευθύνης και η διαπραγμάτευση της σχέσης με τον άλλο οδηγούν σε μια νέα μορφή υποκειμενικότητας με άλλο ήθος.