Να παραπεμφθεί σε δίκη ενώπιον Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου για ανθρωποκτονία με πρόθεση, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, αλλά και για παράνομους πυροβολισμούς εξουδετέρωσης, προτείνει ο εισαγγελέας για τον 35χρονο αστυνομικό της ομάδας ΔΙΑΣ, από τα πυρά του οποίου έχασε τη ζωή του ο 16χρονος Ρομά Κώστας Φραγκούλης, κατά τη διάρκεια αστυνομικής καταδίωξης, πέρσι το Δεκέμβριο, στη δυτική Θεσσαλονίκη.
Στην πρότασή του προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης που θα αποφανθεί για την παραπομπή του κατηγορούμενου αστυνομικού, ο εισαγγελικός λειτουργός περιγράφει αναλυτικά το χρονικό της καταδίωξης, η οποία ξεκίνησε, όταν αστυνομικοί ενημερώθηκαν ότι το 16χρονο θύμα αποχώρησε με το Ι.Χ. φορτηγάκι του πατέρα του από βενζινάδικο, χωρίς να πληρώσει το ποσό των 20 ευρώ για τα καύσιμα που είχε βάλει.
Όπως περιγράφεται στην εισαγγελική πρόταση, ο κατηγορούμενος αστυνομικός πυροβόλησε με το υπηρεσιακό του όπλο δύο φορές από απόσταση 10-15 μέτρων: μία από τις βολίδες πέτυχε το αυτοκίνητο από το πίσω μέρος, διαπέρασε τον υαλοπίνακα, πλήττοντας το πίσω μέρος του κεφαλιού του 16χρονου ο οποίος έχασε τις αισθήσεις του και τον έλεγχο του αυτοκινήτου, με συνέπεια αυτό να προσκρούσει διαδοχικά στα σκαλοπάτια παρακείμενου ξενοδοχείου και εξωτερικού τοίχου, όπου ακινητοποιήθηκε. Το ανήλικο θύμα υπέκυψε στα τραύματά του έπειτα από νοσηλεία οκτώ ημερών, ενώ από τις τοξικολογικές εξετάσεις που διενεργήθηκαν προέκυψε ότι είχε κάνει χρήση ναρκωτικών χαπιών, όπως επισημαίνεται στην εισαγγελική πρόταση.
Αναφερόμενος στον ισχυρισμό του 35χρονου αστυνομικού ότι βρισκόταν σε άμυνα κι ότι προέβη στον πυροβολισμό για εκφοβισμό, λόγω των επικίνδυνων ελιγμών που πραγματοποιούσε ο 16χρονος θέτοντας σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα τόσο του ίδιου όσο και των συναδέλφων του, ο εισαγγελικός λειτουργός σημειώνει: «Αν ήθελε πραγματικά απλώς να εκφοβίσει τον 16χρονο θα μπορούσε να πυροβολήσει μία ή και περισσότερες φορές στον αέρα».
Σχολιάζοντας την ενέργεια του αστυνομικού να πυροβολήσει, ο εισαγγελέας πρωτοδικών επισημαίνει -μεταξύ άλλων- ότι «πυροβόλησε προκειμένου να αναγκάσει τον 16χρονο να σταματήσει την πορεία του οχήματός του και να τερματίσει με τον τρόπο αυτό την καταδίωξη», ενώ σε άλλο σημείο τονίζει: «Ίσως και εμφορούμενος από αισθήματα οργής και εκδικητικότητας για τον επικίνδυνο τρόπο που οδηγούσε ο ανήλικος και την άρνησή του μέχρι τότε να συμμορφωθεί στα σήματα στάσης σε συνδυασμό με την ελλιπή εκπαίδευση που έχει λάβει και λαμβάνει για την αντιμετώπιση παρόμοιων περιστατικών (εκπαίδευση ως αστυνομικός επί τέσσερις μήνες, εκπαίδευση στη χρήση όπλου άπαξ ετησίως)».
Σε ό,τι αφορά την κατηγορία περί άσκοπων πυροβολισμών εξουδετέρωσης, στην εισαγγελική πρόταση αναφέρεται ότι ο πυροβολισμός «στη συγκεκριμένη περίπτωση απαγορευόταν, καθώς στρεφόταν εναντίον ανηλίκου, όπως γνώριζε ο κατηγορούμενος, χωρίς μάλιστα να αποτελεί μοναδικό μέσο για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου θανάτου, αφού, αφενός ο 16χρονος επιχειρούσε πλέον μόνο να διαφύγει και δεν επιτίθετο στους αστυνομικούς, αφετέρου θα μπορούσε ο κατηγορούμενος να πυροβολήσει προς εκφοβισμό στοχεύοντας ψηλά».
Τεκμηριώνοντας την πρότασή του περί παράνομων πυροβολισμών εξουδετέρωσης, ο εισαγγελέας επισημαίνει ότι «δεν επρόκειτο για απόκρουση επίθεσης ενωμένης με επικείμενο κίνδυνο θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης ανθρώπου, ούτε για διάσωση ομήρων, όπως προβλέπεται από τον νόμο».
Να σημειωθεί ότι ο 35χρονος μετά την απολογία του είχε αφεθεί ελεύθερος με περιοριστικό όρο, ενώ τέθηκε σε διαθεσιμότητα.