Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος που δεν είχε θρόνο, μα φερόταν σαν βασιλιάς.
Φορούσε τον τίτλο που κάθε φορά τον βόλευε — άλλοτε παράγοντας, άλλοτε διευθύνων, άλλοτε κάτι ακόμη πιο μεγαλοπρεπές που ούτε οι ίδιοι του οι αυλικοί δεν μπορούσαν να προφέρουν χωρίς να γελάνε.
Η Αυλή τον άφηνε στην ησυχία του. Όχι γιατί τον πίστευε, μα γιατί για την ώρα… τους βόλευε. Ίσως επειδή δεν είχαν άλλον να βάλουν στη θέση του. Ίσως γιατί εξυπηρετούσε τις μικρές τους σκοπιμότητες, τις μεγάλες τους σιωπές. Κι έτσι, τον άφησαν να παίζει τον ρόλο του, να διατάζει, να φωτογραφίζεται, να μιλάει σαν να κυβερνά το βασίλειο της λήθης.
Μα στα παραμύθια — όπως και στη ζωή — έρχεται πάντα η στιγμή που το ρολόι χτυπά.
Και τότε ο καθρέφτης της αυλής δεν δείχνει πια βασιλιάδες, παρά μόνο τον καθένα όπως πραγματικά είναι. Κι εκείνος που νόμιζε πως μπορούσε να στέκεται πάνω απ’ όλους, μαθαίνει το παλιό μάθημα. Κανείς δεν είναι βασιλικότερος του βασιλέως.
Κι όταν έρθει η ώρα, το παραμύθι τελειώνει όπως όλα τα παραμύθια, με έναν ήχο από σπασμένο στέμμα και τη φράση «έζησαν αυτοί καλά… όσο τους άφησαν».




































