Ο Ντόναλντ Τραμπ, κατά τη δεύτερη προεδρική του θητεία, υιοθέτησε μια σειρά σκληρών πολιτικών για τους δασμούς, τις απελάσεις και τη σχέση του με το Σύνταγμα των ΗΠΑ. Στον τομέα του εμπορίου, ο Τραμπ επέβαλε εκτεταμένους προστατευτικούς δασμούς σχεδόν σε όλα τα εισαγόμενα προϊόντα, αυξάνοντας τον μέσο δασμό από 2,5% σε περίπου 27%, το υψηλότερο επίπεδο εδώ και πάνω από έναν αιώνα. Ειδικά απέναντι στην Κίνα, οι δασμοί έφτασαν το 145%, προκαλώντας εμπορικό πόλεμο και αντίμετρα από το Πεκίνο. Ο ίδιος υποστήριξε πως οι δασμοί θα μειώσουν το εμπορικό έλλειμμα και θα ενισχύσουν την εγχώρια παραγωγή, παρά τις ανησυχίες για αύξηση τιμών και επιβράδυνση της οικονομίας.
Στο μεταναστευτικό, ο Τραμπ υποσχέθηκε τη «μεγαλύτερη επιχείρηση απελάσεων» στην ιστορία των ΗΠΑ, βασιζόμενος σε ταχείες διαδικασίες χωρίς πλήρη δικαστική εξέταση για τους υπό απέλαση μετανάστες. Προτεραιότητα δόθηκε σε όσους διέπραξαν σοβαρά εγκλήματα ή παρέμειναν παράνομα στη χώρα. Για την υλοποίηση του σχεδίου, πρότεινε την αξιοποίηση στρατιωτικών δυνάμεων και τη δημιουργία μεγάλων κέντρων κράτησης στα σύνορα.
Όσον αφορά το Σύνταγμα, ο Τραμπ προκάλεσε αντιδράσεις δηλώνοντας δημόσια ότι δεν γνωρίζει αν οφείλει να το τηρεί ως πρόεδρος, ειδικά σε σχέση με το δικαίωμα στη δίκαιη διαδικασία (due process) για μετανάστες. Η στάση του αυτή, σε συνδυασμό με την προώθηση της θεωρίας του «ενιαίου εκτελεστικού» (unitary executive), ενισχύει την εικόνα ενός προέδρου που επιδιώκει να επεκτείνει τις εξουσίες του εις βάρος των θεσμικών ελέγχων και ισορροπιών. Οι πολιτικές του Τραμπ αντικατοπτρίζουν μια βαθιά αμφισβήτηση των παραδοσιακών συνταγματικών ορίων και μια τάση προς την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας.



































