Πριν από περίπου ένα χρόνο η Μαρία Σηφάκη και ο Κώστας Κανάκης είχαν ανοίξει την καρδιά τους στο Cretalive για το χαμό του μικρότερου γιου τους, του 17χρονου Άγγελου, σε τροχαίο, και την απόφαση τους να δωρίσουν τα όργανα του μετά από 25 ημέρες στη ΜΕΘ του Βενιζελείου Νοσοκομείου.
Μία απόφαση για την οποία δεν μετανιώνουν ούτε για μία στιγμή. Απεναντίας νιώθουν υπερήφανοι. Το επανέλαβε και ο πατέρας χθες κατά την εκδίκαση του ποινικού σκέλους της υπόθεσης ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου.
«Μέσα στην πόνο και την οδύνη μας είμαστε υπερήφανοι σαν οικογένεια που δώσαμε τα όργανα και σήμερα ζουν πέντε άνθρωποι» είπε χαρακτηριστικά. Ο πόνος για το χαμό του Άγγελου ακόμα και σήμερα παραμένει δυσβάσταχτος, όμως τον απαλύνει κάπως η σκέψη ότι η καρδιά του εξακολουθεί να χτυπά μέσα σε κάποιον άλλον άνθρωπο και τα μάτια του συνεχίζουν να βλέπουν το φως του ήλιου.
Στο εδώλιο κάθισε χθες η οδηγός του εμπλεκόμενου αυτοκινήτου στο θανατηφόρο τροχαίο. Ο Άγγελος ήταν με το μηχανάκι του αδερφού του. Μία μικρή βόλτα θα έκανε και θα επέστρεφε στο σπίτι καθώς η μητέρα του είχε βάλει ήδη το φαγητό στο τραπέζι. Το κακό σημειώθηκε στην συμβολή των οδών Γιάννη Ψυχάρη και Γεωργίου Γεννηματά. Η ίδια εμφανίστηκε συντετριμμένη από το δυστύχημα, αναλαμβάνοντας την υπαιτιότητα κατά 50%, όπως είπε. Ανέφερε ότι όσο ο Άγγελος νοσηλευόταν στη ΜΕΘ πήγε αρκετές φορές στο νοσοκομείο για να συμπαρασταθεί στην οικογένεια του 17χρονου.
Το δικαστήριο αναγνώρισε στην κατηγορούμενη το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μεταμέλειας και της επέβαλε ποινή φυλάκισης ενός έτους με τριετή αναστολή. Από μέρους της κατηγορουμένης ασκήθηκε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης.
Στην εξομολόγηση ψυχής οι γονείς είχαν αναφέρει ότι μόλις οι γιατροί έβαλαν το παιδί στον αξονικό τομογράφο και είδαν ότι έχει πάθει αποκόλληση ο εγκέφαλος, τους ξεκαθάρισαν ότι δεν υπάρχει ελπίδα. Όμως εκείνοι αρνούνταν να το δεχθούν.
«Μας είπαν αμέσως για τη δωρεά οργάνων. Εμείς με το φτωχό μας το μυαλό, ελπίζαμε. Λέγαμε «υπάρχει Θεός». Διαβεβαιώναμε τους ανθρώπους ότι το παιδί κάθε μέρα βελτιώνεται. Από μόνοι μας το λέγαμε και οι γιατροί μας κοιτούσαν καλά-καλά».
Όπως είχαν πει, θα ήταν μεγάλη τους χαρά να συναντούσαν κάποια στιγμή τους λήπτες, εφόσον το επιθυμούσαν και οι ίδιοι. «Εγώ τουλάχιστον την ημέρα που υπογράψαμε, είχε εκμυστηρευτεί η μητέρα, άφησα αυτή την επιθυμία: ο άνθρωπος που πήρε τα μάτια του, αν το θέλει, να έρθει να μας συναντήσει κάποια στιγμή. Γιατί έβλεπα τα μάτια του και έπαιρνα δύναμη… Τον κοίταζα στα μάτια και έπαιρνα δύναμη».