Της Έλενας Ακρίτα
Δίκη πριν τη δίκη δεν θα κάνουμε. Δεν ξέρουμε πόσα πλοκάμια έχει η συμμορία. Ξέρουμε όμως πως υπάρχουν εκείνοι που επί χρήμασι ζητούσαν να βιάσουν τη 12χρονη στον Κολωνό. Να ΒΙΑΣΟΥΝ όχι να “συνευρεθούν” όπως λένε τα δημοσιογραφικά πλυντήρια.
“Άμα τού κουνιότανε, κάτι θα έκανε κι αυτός”.
Άμα του “κουνιότανε”. Του 53χρονου φερόμενου ως βιαστή.
Άμα του “κουνιότανε”. Το 12χρονο παιδί.
‘Άμα του “κουνιότανε”.
Αυτό δήλωσε σε τηλεοπτική εκπομπή ο πατέρας του Ηλία Μίχου, απαντώντας -ερήμην του σαφώς – στην απορία όλων μας πως γεννιέται ένα (φερόμενο ως) τέρας. Πώς μεγαλώνει, πως γαλουχείται, πώς εκπαιδεύεται ένα μίασμα της φύσης.
Έτσι μεγαλώνει.
Έτσι γαλουχείται.
Από ένα γονιό που πρεσβεύει πως υπάρχουν δικαιολογίες και ελαφρυντικά στον παιδιοβιασμό.
Από ένα γονιό που το πρόβλημα του δεν είναι το έγκλημα αλλά το πώς θα κουκουλωθεί το έγκλημα.
Κάνε ότι θέλεις, κλέψε, βίασε, σκότωσε.
Αρκεί να μην σε πιάσουν, αγόρι μου.
Αγόρι μου εσύ.
Λεβέντη μου που είσαι κύριος και λεφτάς και θρήσκος και πατριώτης και οικογενειάρχης και αρχ@ιδια μπλε. Και γ@μάς και δέρνεις το κάθε παιδάκι που θα πέσει στο δρόμο σου, αγόρι ή κορίτσι, ό,τι σου γυαλίσει. Κάνε ό,τι γουστάρεις, πασάκα μου.
Αρκεί να μη σε τσακώσουν.
Αυτή είναι η γαμάτη κοινωνία μας και σ’ αυτήν μεγαλώνουμε τα παιδιά μας. Σαν πυρακτωμένη στάμπα αισθάνομαι, ακόμα και σήμερα, τα αισχρά βλέμματα που εισέπραξα όταν ήμουν κοριτσάκι. Περνούσες από καφενείο και σ’ αναγούλιαζαν τα θολά μάτια των κωλόγερων που σε ακολουθούσαν μέχρι να στρίψεις στη γωνιά. Στο λεωφορείο το βαρύ που σε χούφτωνε. Στο σινεμά ο άντρας που αναστέναζε βαριά κι έβαζε το χέρι στο παντελόνι βλέποντας τα γυμνά παιδικά μπουτάκια του μωρού του παιδιού.
Έτσι μεγαλώσαμε εμείς.
Έτσι μεγαλώνουν τα παιδιά και τα εγγόνια μας, ακόμα και τώρα.
Έτσι.
Αγοράκια κάνουν πιάτσα στους κακόφημους δρόμους των συμμοριών. Κοριτσάκια με νταβατζήδες τους πατεράδες, τους πατριούς και τους γείτονες. Κυκλώματα παιδικής πορνείας και πορνογραφίας σαρώνουν το διαδίκτυο.
Κι όλα αυτά μπροστά στα μάτια ανθρώπων που πέφτουν απ’ τα σύννεφα. Ανθρώπων που κάνουν τα στραβά μάτια μη μπλέξουν, Παναγιά μου.
Ξέρεις πώς πεθαίνουν οι παιδικές ψυχές;
“Δεν ήταν ο Χίτλερ που με έβαλε στο τρένο για το στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ήταν ο τσαγκάρης, γαλατάς, ο γείτονας”.
Κάρελ Στόικα.
Ήταν ο κυρπαντελής. Ήταν ο αδιάφορος, ήταν ο χέστηκα, ήταν ο αναμάρτητος που πέταξε πρώτος τον λίθο.
Ήταν αυτός ο ίδιος που τώρα μιλάει για θανατικές ποινές, βασανιστήρια, κρεμάλες και για τον άγραφο νόμο της φυλακής. Τον οποίο επικροτεί. Χειροκροτεί. Αποθεώνει.
Έτσι. Έτσι ακριβώς το χύνει το ξένο αίμα στην αρένα. Να σε ξεσκίσουν, να σε κρεμάσουν ανάποδα, να σε κάψουν ζωντανό, να σε ευνουχίσουν, να σου ξεριζώσουν τα μέλη ένα-ένα. Να σε βλέπω να χαίρομαι. Να ρουφάω το αίμα σου και σαν βαμπίρ να ξανανιώνω.
Δεν με νοιάζει ο βιασμός, η τιμωρία νοιάζει. Κι όσο πιο μαρτυρική, όσο πιο μεσαιωνική είναι, τόσο καλύτερα.
Αίμα, Ιάγο. Αίμα.
Να βλέπουμε κεφάλια να πέφτουν από το λαιμητόμο και να χορεύουμε γύρω τους με σημαίες και με τραγούδια.
Αίμα, Ιάγο. Αίμα.
Δεν υπάρχει, μεγαλύτερη ηθική κατάπτωση από το να αξιώνουμε την επιστροφή της θανατικής ποινής.
Για όποιον.
Για ό,τι.
Θανατική ποινή σημαίνει κοινωνική αποτυχία σε όλα τα επίπεδα. Σημαίνει φιάσκο όλων των αξιών μιας ευνομούμενης πολιτείας. Ένα κράτος σκοτώνει μόνο όταν είναι ανίκανο να αντιμετωπίσει τις παθογένειες του. Ένα κράτος σκοτώνει όταν αδυνατεί να εφαρμόσει τις αρχές του. Κι είναι γνωστό πώς όπου εφαρμόζεται ακόμα η θανατική ποινή, η εγκληματικότητα αντί να μειωθεί, θερίζει.
Δεν ανοίγουμε την πόρτα στο Μεσαίωνα – όσο πεισματικά κι αν χτυπάει το ρόπτρο της εισόδου μας. Ο φονιάς σκοτώνει το θύμα του, όχι εμείς τον φονιά. Εμείς σεβόμαστε την ανθρώπινη ζωή. Όμως οι ποινές να είναι αυστηρές. Και να τηρούνται στο ακέραιο. Όχι κάνω ένα τσιγαράκι άντε δύο στη φυλακή κι ύστερα με αμολάνε πάλι ελεύθερο.
Κύκλωμα υπάρχει εδώ. Κύκλωμα παιδεραστίας ισχυρό, με υψηλούς προστάτες. Πού ίσως αποκαλυφθούν, ίσως και όχι. Που σημαίνει όχι: το σύστημα έχει την αξιοθαύμαστη (sic) μαεστρία να καλύπτει τα δικά του παιδιά. Το αίμα από το αίμα του κι η σάρκα από τη σάρκα του σπανίως βγαίνουν στον τάκο.
Κι εμείς εδώ δίκη πριν τη δίκη δεν θα κάνουμε.
Δεν ξέρουμε αν λέει αλήθεια η μάνα ή η πρώην σύζυγος του φερόμενου ως νταβατζή-παιδοβιαστή. Δεν ξέρουμε πόσα πλοκάμια έχει η συμμορία. Ξέρουμε όμως πως υπάρχουν εκείνοι που επί χρήμασι ζητούσαν να βιάσουν το παιδί.
Να ΒΙΑΣΟΥΝ όχι να “συνευρεθούν” όπως λένε τα δημοσιογραφικά πλυντήρια. Κι δεν είναι πελάτες: Παιδοβιαστές είναι, κακούργοι είναι, φονιαδες παιδικών ψυχών: αυτό είναι.
Αυτοί είναι.
Αυτοί είναι και ζουν δίπλα σου, κατάλαβες;
Κατάλαβα να λες.
H παιδική ηλικία πρέπει να είναι ξένοιαστη. Να έχει παιχνίδια, γέλια κι αγκαλιές. Να πνίγεται απ’ τα φιλιά της μάνας και το γέλιο του πατέρα. Να έχει κόκκινο ποδήλατο και να κόβει βόλτες στη λιακάδα. Να μαθαίνει γράμματα σε ένα σχολείο για μαθητές κι όχι για ρομποτάκια. Η παιδική ηλικία πρέπει να τρώει τραγανιστές πατατούλες, να παίζει με φίλους, να κοιμάται σε καθαρό κρεββάτι.
Η παιδική ηλικία πρέπει να είναι το δώρο Θεού. Το φυλαχτό που μάς συντροφεύει μέχρι τα βαθιά γεράματα.
“Πόσο πάει”;
Ντροπή σας!
Πηγή: news247.gr