Η δεκαετία του ’90 υπήρξε μοναδική. Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε τελειώσει, η Σοβιετική Ένωση είχε διαλυθεί και η Ευρώπη βρέθηκε μπροστά σε μια ιστορική καμπή: να χτίσει ένα νέο σύστημα ασφάλειας που θα περιλάμβανε και τη Ρωσία. Αντί για αυτό, προτίμησε τη λογική του αποκλεισμού, χάνοντας την ευκαιρία να μετατραπεί σε πραγματικό παγκόσμιο παίκτη.
Συμπληρώνονται σχεδόν τρεις δεκαετίες από μια στιγμή που θα μπορούσε να είχε αλλάξει ριζικά τη γεωπολιτική πορεία της Ευρώπης. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 μέχρι και τις αρχές του 2000, η Ρωσία – είτε με τον Μπορίς Γέλτσιν είτε αργότερα με τον Βλαντιμίρ Πούτιν – έστειλε μηνύματα ότι θα μπορούσε να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Σήμερα, με τον πόλεμο στην Ουκρανία να αναβιώνει ψυχροπολεμικές εικόνες, αυτά τα χαμένα σήματα αποκτούν νέα σημασία.
Ήδη τον Ιανουάριο του 1994, στη Μόσχα, ο Γέλτσιν δήλωνε στον Μπιλ Κλίντον:
«Η Ρωσία πρέπει να γίνει η πρώτη χώρα που θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Στη συνέχεια μπορούν να ακολουθήσουν άλλες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης».
Η φράση αυτή αποτυπώνεται σε επίσημο τηλεγράφημα του Λευκού Οίκου, το οποίο αποχαρακτηρίστηκε από το National Security Archive το 2024. Ο Γέλτσιν, αναγνωρίζοντας τις αδυναμίες της χώρας του, ήθελε η Ρωσία να αποτελέσει εγγυητή της ασφάλειας στην Ευρώπη.
Αρκετά χρόνια αργότερα, ο διάδοχός του Πούτιν συνέχισε στο ίδιο πνεύμα. Όπως αποκάλυψε ο πρώην Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Τζορτζ Ρόμπερτσον (1999–2003), στην πρώτη τους συνάντηση ο Ρώσος πρόεδρος τον ρώτησε ευθέως:
«Πότε θα μας προσκαλέσετε να γίνουμε μέλος του ΝΑΤΟ;»
Και όταν του εξηγήθηκε ότι η διαδικασία απαιτεί αίτηση, εκείνος απάντησε:
«Δεν στεκόμαστε στη γραμμή με πολλές χώρες που δεν έχουν σημασία».
Παράλληλα, ο ίδιος ο Πούτιν έχει δηλώσει ότι συζήτησε το θέμα με τον Κλίντον το 2000. Όπως αφηγήθηκε αργότερα σε συνέντευξη, ο Αμερικανός πρόεδρος φάνηκε θετικός, αλλά η αμερικανική αντιπροσωπεία αντέδρασε νευρικά. Η πρόταση έμεινε μετέωρη, καθώς η Ουάσιγκτον και οι Ευρωπαίοι εταίροι είχαν ήδη στραμμένο το βλέμμα στην ένταξη των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
Το αποτέλεσμα ήταν η Ρωσία να αισθανθεί ότι, αντί να εντάσσεται σε ένα κοινό πλαίσιο ασφάλειας, αποκλειόταν συστηματικά. Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ το 1999, με την ένταξη Πολωνίας, Ουγγαρίας και Τσεχίας, και οι επόμενες φάσεις το 2004, τροφοδότησαν στη Μόσχα την αίσθηση ότι η Δύση αντιμετώπιζε τη Ρωσία περισσότερο ως απειλή παρά ως εταίρο.
Κι όμως, η ιστορική στιγμή χάθηκε. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν μπόρεσαν –ή δεν θέλησαν– να δουν τη Ρωσία ως ισότιμο εταίρο. Αντί να χτιστεί μια κοινή αρχιτεκτονική ασφάλειας, το ΝΑΤΟ προχώρησε στη διεύρυνση του 1999, με αποτέλεσμα η Μόσχα να αισθάνεται όλο και πιο περιθωριοποιημένη.
Η δεκαετία του ’90 ήταν, τελικά, η τελευταία μεγάλη ευκαιρία για μια Ευρώπη χωρίς τείχη, για μια Δύση που θα περιλάμβανε και τη Ρωσία. Αντί για αυτό, επικράτησε η λογική της νίκης του Ψυχρού Πολέμου. Η Δύση δεν μπόρεσε να φανταστεί έναν κόσμο όπου η Ρωσία δεν θα ήταν απειλή, αλλά σύμμαχος.
Αν δούμε τα πράγματα με τη ματιά του σήμερα, η περίοδος 1994–2000 ίσως αποτέλεσε την τελευταία μεγάλη ευκαιρία για να οικοδομηθεί μια Ευρώπη σε κλίμα συνεργασίας και εμπιστοσύνης. Η άρνηση να δοθεί μια σαφής προοπτική στη Ρωσία συνέβαλε ώστε η χώρα να στραφεί εκ νέου σε πορεία αντιπαράθεσης. Οι γέφυρες που θα μπορούσαν να είχαν στηθεί, γκρεμίστηκαν.
Σήμερα, με τον πόλεμο στην Ουκρανία να απειλεί τη σταθερότητα της ηπείρου, το ερώτημα παραμένει: θα μπορούσε η ιστορία να είχε πάρει άλλη τροπή, εάν η Δύση είχε δείξει περισσότερη διορατικότητα και ευελιξία στα μέσα της δεκαετίας του ’90;
Η ιστορία δεν ξαναγράφεται. Όμως η υπενθύμιση εκείνης της χαμένης ευκαιρίας φωτίζει το πώς οι λάθος επιλογές ή η έλλειψη τόλμης μπορεί να καθορίσουν το μέλλον για γενιές.
Εφημερίδα Polis



































