Λίγες μέρες πριν την δεύτερη μαύρη επέτειο της 23ης Ιουλίου 2018 θα πρέπει στη σκέψη όλων νομίζω να έρθει αυτή η ανάμνηση. Όμως γιατί; Τι είναι στ’ αλήθεια η 23η Ιουλίου;
Είναι η μέρα που βρήκαν μαρτυρικό θάνατο σχεδόν 100 άνθρωποι, που σημαδεύτηκαν για μια ζωή περίπου 60 και έλαβαν θανάσιμα πλήγματα που τους έκαναν να καταλήξουν λίγο αργότερα σχεδόν 10. Είναι η μέρα που μάθαμε όσοι βρεθήκαμε στο Μάτι πώς μυρίζει η καμένη ανθρώπινη σάρκα και πώς μοιάζουν οι απανθρακωμένοι άνθρωποι. Είναι η μέρα που ξεκληρίστηκαν ολόκληρες οικογένειες, που μάνες έχασαν παιδιά και παιδιά μανάδες. Είναι η μέρα που τα ουρλιαχτά σκέπασαν τον αέρα και ενώθηκαν με το μαύρο του καπνού κάνοντας το θάνατο να μοιάζει λύτρωση…
Είναι η μέρα που μάθαμε πως ένα φυσικό φαινόμενο όπως ο πολύ δυνατός αέρας όταν συνδυαστεί με μια επιπόλαιη και ανεύθυνη ανθρώπινη πράξη όπως η καύση κλαδιών μπορεί να αφεθεί να γίνει θανατηφόρο, ανελέητο, φρικιαστικό. Είναι η μέρα που μάθαμε ότι για το κράτος η ανθρώπινη ζωή αποκτά αξία την ώρα που πρέπει να παραγγείλει σάκους για τις σωρούς, να αδειάσει κρεβάτια για τους εγκαυματίες και να επιστρατεύσει ιατροδικαστές για τις νεκροψίες.
Είναι η μέρα που μάθαμε ότι η εγκληματική ανικανότητα και η εξίσου εγκληματική ανεπάρκεια μπορούν να σκοτώσουν και να σημαδέψουν ζωές. Η μέρα που μάθαμε ότι και μια ανάσα από την Αθήνα και ένα βήμα από τη θάλασσα μπορεί μια πυρκαγιά να προκαλέσει βιβλική καταστροφή. Η μέρα που μάθαμε ότι στην Υπηρεσία Πολιτικής Προστασίας, στην Πυροσβεστική και στην Αστυνομία ή δεν γνωρίζει η δεξιά τι ποιεί η αριστερά ή γνωρίζει και καλύπτει με όποιο κόστος. Που μάθαμε ότι και μπροστά στο θάνατο δεν δικαιούμαστε έγκαιρη ενημέρωση ούτε έγκαιρη διάσωση, ούτε καν με τη μορφή ελεημοσύνης από αυτό το κράτος.
Είναι η μέρα που και τα μαθηματικά πήραν άλλη αξία ανάμεσα στα απανθρακωμένα αυτοκίνητα, στα καμένα σπίτια και στα μονοπάτια, η μέρα που τα δάκρυα και οι κραυγές δεν μπορούσαν να εκφράσουν τα συναισθήματα…
Είναι όμως και η μέρα που ξεκίνησε το παραμύθι… Ο δράκος, τα αυθαίρετα. Τα θύματα οι νεκροί, οι εγκαυματίες και οι λοιποί ταλαιπωρημένοι. Η νεράιδα το κράτος που έρχεται να διορθώσει τα κακώς κείμενα για να μην υπάρξουν ποτέ ξανά άλλα θύματα.
Τι κι αν ο δράκος δεν είναι παρά νομιμοποιημένα εκτός σχεδίου πόλεως κτίσματα που χρονολογούνται στην πλειοψηφία τους από τη δεκαετία του ‘60 και μάντρες που ως επί το πλείστον προστάτευαν τους ανθρώπους από το γκρεμό μιας και το Μάτι δεν έχει και δεν είχε ποτέ αμμουδιά και απλωτές παραλίες αλλά βραχώδεις απότομες ακτές.
Τι κι αν τα θύματα που κατοικούσαν στα σπίτια τους στο Μάτι, στο Κόκκινο Λιμανάκι και στο Βουτζά, σπίτια που στην πλειοψηφία τους φτιάχτηκαν με αίμα, που δεν αποτελούσαν μόνο πολυτελή εξοχικά αλλά κατά κύριο λόγο κύριες και μοναδικές κατοικίες, φώναζαν επί δεκαετίες για την ένταξη της περιοχής τους στο σχέδιο πόλης, εξαγόραζαν τις ιδιοκτησίες τους κάθε τόσο, πλήρωναν ΕΝΦΙΑ και τα ενέταξαν στο Κτηματολόγιο. Κι όσοι δεν ανήκαν στους κατοίκους είχαν την ατυχία να παραθερίζουν σε ένα πανέμορφο κοντινό στην Αθήνα παραθαλάσσιο μέρος. Και οι υπόλοιποι ήταν διερχόμενοι που η Αστυνομία όταν αποφάσισε να κλείσει την οδό Μαραθώνος για λόγους ασφαλείας χωρίς όμως να κλείσει και την οδό Ποσειδώνος (παραλιακή οδό του Ματιού) στην κατεύθυνση προς Νέα Μάκρη και Μαραθώνα τους έστειλε απευθείας στην κόλαση χωρίς εισιτήριο επιστροφής…
Τι κι αν η νεράιδα εκείνη την ημέρα και ως την επόμενη νωρίς το πρωί υπήρξε απολύτως απούσα. Ποτέ δεν ειδοποίησε, δεν έδιωξε, δεν έριξε λίγο νεράκι, δεν έσπευσε να σώσει όσους κατάφεραν να φτάσουν στη θάλασσα. Τι κι αν τις επόμενες ημέρες έδωσε τα στοιχειώδη κι αυτά με ταλαιπωρία. Τι κι αν από νωρίς φρόντισε να τονίσει ότι βασικά τα ίδια τα θύματα φταίνε που βρίσκονταν εκεί μαζί με την κλιματική αλλαγή που προκαλεί έντονα φυσικά φαινόμενα. Τι κι αν προσπάθησε με κάθε τρόπο να στοιχειοθετήσει την πλημμεληματική αμέλεια των αρχών εκείνη τη βραδιά. Τι κι αν υποσχέθηκε πράγματα που ποτέ δεν έκανε. Τι κι αν άλλαξε φόρεμα κι από ροζ έγινε η γαλάζια καλή νεράιδα της Σταχτοπούτας… Τότε μέτρησε τα χρήματα και είδε πως τα λεφτά της ανοικοδόμησης του Ματιού είναι πολλά. Σκέφτηκε λοιπόν πως για να τα δώσει στους σωστούς πρίγκιπες του παραμυθιού πρέπει να αφορούν δημόσια έργα. Τότε η κολοκύθα μεταμορφώθηκε σε Εθνικό Χωροταξικό Σχέδιο και ο δρόμος για το χορό επενδύθηκε με νέα επιχειρήματα υπέρ του κακού πολεοδομικού καθεστώτος που προκάλεσε ανείπωτο πόνο… Παράλληλα, φρόντισε ό,τι και η ροζ: το συμβάν πρέπει να υποβιβαστεί αφενός γιατί δεν πρέπει να θιγούν υψηλά ιστάμενοι, γιατί δανεικά είναι αυτά, αφετέρου γιατί τα χρήματα που θα κληθεί το Δημόσιο να καταβάλλει ως αποζημίωση για τους νεκρούς είναι πάρα πολλά…
Και η νεράιδα πήρε το μαγικό της ραβδάκι, τους ερανικούς λογαριασμούς στους οποίους τότε οι Έλληνες προσέφεραν από το υστέρημά τους συγκλονισμένοι στους πυρόπληκτους, το κούνησε, αποφάσισε με τη βούλα να το κατακλέψει, χρησιμοποιώντας μέρος του για το πράσινο ταμείο, και ότι μείνει ίσως κάποια στιγμή, μετά τη συμπλήρωση δύο ετών από εκείνη τη μαύρη Δευτέρα, να το μοιράσει στους ταλαίπωρους που εντωμεταξύ θα χορεύουν στο χορό του χωροταξικού στο ρυθμό του μεγάλου παραλιακού, των ποδηλατοδρόμων και του πάρκου μνήμης…
Στο τέλος η 23η Ιουλίου άφησε 102 και πλέον νεκρούς, περίπου 60 εγκαυματίες και εκατοντάδες απεγκλωβισμένους σώους στο σώμα αλλά τραυματισμένους για πάντα στην ψυχή, κατεστραμμένες αναμνήσεις, ζωές και περιουσίες σε Μάτι, Κόκκινο Λιμανάκι και Νέο Βουτζά. Όχι, δεν ήταν ήρωες όλοι αυτοί. Μαρτύρησαν ναι, βασανίστηκαν ναι, δεν τους ρώτησε κανείς όμως αν ήθελαν να πέσουν σε μια μάχη για να γίνει το Μάτι καλύτερο. Ηρωίδα ήταν η μάνα που άφησε πίσω της νεκρό το ένα της παιδί για να σώσει το άλλο, ο παππούς που σκέπασε με το σώμα του τα εγγόνια του για να τα γλιτώσει, οι ψαράδες που απεγκλώβιζαν κόσμο με τις βάρκες τους από τις παραλίες, οι πολίτες που βοηθούσαν τον κόσμο να φτάσει στις παραλίες και αυτοί που με κίνδυνο της ζωής τους μετέφεραν μέσα από τη φωτιά εγκλωβισμένους στη Ραφήνα. Κι αυτοί ακόμα, δεν αγωνίστηκαν για ένα καλύτερο Μάτι…
Δεν οφείλουμε όμως τελικά σε όλα τα θύματα ένα καλύτερο μέρος; Η απάντηση είναι απλή και κατηγορηματική. Τους οφείλουμε κατ’ αρχήν Δικαίωση. Οφείλεται σε όλους όσους βρέθηκαν εκείνη την ημέρα στο Μάτι, το Κόκκινο Λιμανάκι και το Νέο Βουτζά αλλά κυρίως στους νεκρούς και τους εγκαυματίες η αλήθεια και η παραδειγματική τιμωρία όλων των υπευθύνων, ηθικών και μη αυτουργών, υπευθύνων που έδωσαν λάθος ή δεν έδωσαν καθόλου εντολές. Κι αν ο δρόμος για το νέο και καλύτερο μέρος περνά μέσα από τη διαστρέβλωση της αλήθειας και την συγκάλυψη κάθε είδους ευθυνών τότε όχι, δεν πρέπει να τους το δώσουμε αυτό το νέο, πρότυπο Μάτι. Το μόνο που χρειαζόμαστε και πρέπει να απαιτούμε όλοι μας είναι η Δικαίωση!
Το παραμύθι αυτό δεν μπορεί δυστυχώς να έχει καλό τέλος, δεν πρέπει. Η διανομή των ρόλων είναι λάθος και το σενάριο δεν έχει παρά στίγματα αλήθειας. Άλλωστε το καλύτερο ψέμα είναι αυτό που βασίζεται σε μια μικρή αλήθεια…
Η 23η Ιουλίου είναι ημέρα ντροπής για την Ελλάδα, όχι μόνο ημέρα πένθους. Και καλό θα ήταν οι απανταχού νεράιδες να το θυμούνται για πάντα αυτό…
Υ.Γ. Εκείνη την τραγική Δευτέρα η μητέρα μου, Βασιλεία (Βίκυ) Μαυρίδου, σε ηλικία 59 ετών, μόνιμη κάτοικος Ματιού, παρακολουθούσε τον καπνό από το σπίτι της που βρίσκεται, ολοσχερώς κατεστραμμένο σήμερα, στην οδό Περικλέους 7, στο φαρδύτερο σημείο του φαρδύτερου δρόμου του Ματιού. Κανείς δεν μιλούσε για φωτιά προς το Μάτι, ούτε καν για το Βουτζά, ο καπνός ήταν πολύς, μάθαιναν όμως πως η κατεύθυνση της φωτιάς είναι προς την Καλλιτεχνούπολη. Όταν οι καύτρες άρχισαν να πέφτουν πάνω της και ο αέρας μαύριζε επικίνδυνα αποφάσισε πως δεν έχει νόημα πια να καταβρέχει το σπίτι της αλλά πρέπει να το εγκαταλείψει. Μπήκε στο αυτοκίνητο για να φύγει προς Ραφήνα. Εγκλωβίστηκε δέκα μέτρα χαμηλότερα γιατί το κυκλοφοριακό κομφούζιο που είχαν προκαλέσει οι εγκληματικοί χειρισμοί της Αστυνομίας ήταν αδιαπέραστο. Συνέχισε με τα πόδια ως την Ποσειδώνος, περίπου 30 μέτρα χαμηλότερα. Όλα αυτά γύρω στις 6 και μισί. Την μητέρα μου εντόπισε εγκλωβισμένη (!) σε μια πυλωτή παραλιακής πολυκατοικίας ένας κάτοικος της πολυκατοικίας αυτής περίπου 2 ώρες αργότερα. Τριγύριζε σε έναν χώρο περίπου 4×4 ανοιχτό από παντού αγγίζοντας τις κολόνες που έβρισκε περιμετρικά. Ο μαύρος καπνός δεν της επέτρεπε να βρει τη διέξοδο που ήταν συνεχώς μπροστά της. Είχε καμένα πέλματα και πολύ έντονη δύσπνοια. Της έδωσε λίγο νερό κι εκείνη ξεψύχησε στα χέρια του. Την ακούμπησε σε μια γωνία της πυλωτής όπου την βρήκα εγώ λίγο πριν τις 4 τα ξημερώματα ανέπαφη από τη φωτιά. 2 χρόνια μετά, και μετά από αμέτρητες προσπάθειες καθαρισμού του χώρου, οι πατημασιές και τα σημάδια από τα χέρια της στις πλάκες δαπέδου και της κολόνες της πυλωτής είναι εμφανή. Μοναδική μου επιθυμία στη ζωή μετά την υγεία των 2 παιδιών μου είναι η δικαίωση της μνήμης της και η τιμωρία όσων την καταδίκασαν σε έναν τόσο μαρτυρικό, άδικο, βίαιο, φρικιαστικό θάνατο.
Ευαγγελία Νικολοπούλου