Στην παράκτια γη της Ανατολικής Αττικής, στη φιλόξενη γη της Ραφήνας, εκτός από τους Τριγλιανούς πρόσφυγες του 1922, Καππαδόκες από την Ανατολή, οι γνωστοί Καραμανλήδες, χριστιανοί ορθόδοξοι με ελληνική συνείδηση, βρήκαν καταφύγιο μετά την οδυνηρή Ανταλλαγή των πληθυσμών του 1923. Προερχόμενοι από χωριά της περιοχής Νίγδης και Ικονίου, τουρκόφωνοι οι περισσότεροι, αλλά και όσοι διατήρησαν την ελληνική γλώσσα στα απομονωμένα χωριά, βρήκαν καταφύγιο μετά το 1926 στη Ραφήνα.
Μπορεί οι Έλληνες της Καππαδοκίας να μην έζησαν την αιματηρή βία και τον αφανισμό των Ελλήνων των παραλίων της Μικρασίας, αλλά έζησαν το σπαραγμό του οργανωμένου ξεριζωμού της Ανταλλαγής που καθόρισε την αμετάκλητη μοίρα του Ελληνισμού.
Η Ιματιοθήκη του Λυκείου των Ελληνίδων Ραφήνας αριθμεί 12 γυναικείες φορεσιές Νίγδης Καππαδοκίας. Στη συνέχεια θα περιγράψουμε αυτή τη φορεσιά που φορέθηκε με μικρές παραλλαγές σε 22 περίπου χωριά και κωμοπόλεις που κατά το μεγαλύτερο μέρος είχαν ελληνικό πληθυσμό και προσήλωση στις ελληνοχριστιανικές παραδόσεις.
Κυρίως γιορτινή, η φορεσιά αναδεικνύει την αρχαία ελληνική απλότητα και τη βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Αποτελείται από τη τσόχα ή τζιπέ, μακρύ φόρεμα από τσόχα ή βελούδο κεντημένο με χρυσό ή ασημένιο ή χρωματιστό γαϊτάνι. Χαρακτηριστικές οι έντονες χρωματιστές αντιθέσεις της τσόχας και του τερζήδικου κεντήματος.( Γκρί τσόχα με μπλέ γερανί κέντημα, καφέ ανοιχτό με μενεξεδί, λαδοπράσινο με πορτοκαλί, κυπαρισσί με μελιτζανί). Στη συνέχεια, την τραχηλιά και την προστέλλα, τη ποδιά, από την ίδια τσόχα και τα ίδια γαϊτάνια με τον τζιπέ. Το μεταξωτό ή υφαντό ζωνάρι για τις παντρεμένες, τη ζώνη με τόκες συντεφένιες ή ασημένιες για τις ανύπαντρες. Το γιαζμά, μεγάλο μαντήλι σταμπωτό με μπιμπίλες λουλουδένιες και πούλιες ολόγυρα. Σε μερικές περιοχές φορέθηκε ο καϊμές, ένα φεσάκι τυλιγμένο με σταμπωτό μαντήλι που πάνω ράβονταν φολιδωτά χρυσά φλουριά. Ο γιαζμάς δένονταν από πάνω. Τα μαλλιά χτενίζονταν με χωρίστρα στη μέση και πλέκονταν σε πολλές λεπτές πλεξούδες, τα φυτίλια, που στολίζονταν στις άκρες με φλουράκια και χάντρες. Το γουνί, κοντό πανωφόρι τσόχινο με εσωτερική γούνινη επένδυση για το χειμώνα. Στα πόδια φορούσαν τα γεμενιά για το σπίτι και τη γειτονιά, ενώ για την εκκλησία φορούσαν δερμάτινα παπούτσια τις κουντούρες.Η φορεσιά συμπληρώνονταν με βαρύτιμα κοσμήματα φερμένα από την Κωνσταντινούπολη και τη Σαφράμπολη του Πόντου, φλουριά, πεντόλιρα, σκουλαρίκια με φλουράκια, βραχιόλια συρματερά και περιδέραια με κοράλια.
Η Έφορος
Χαρούλα Καράογλου
Οι Συνέφοροι
Αναστασία Κάλφογλου
Αναστασία Παρασκευά
Μαίρη Μιχαλοπούλου
Ελευθερία Κική
Πηγές: Αρχείο Ιματιοθήκης ΛΕΡ
Λ. Ευπραξιάδης “Το Προκόπι η πατρίδα μου”Θεσσαλονίκη 1974