Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια γωνιά του χάρτη που δεν τη βρίσκεις εύκολα – κάπου ανάμεσα στη Σιωποχώρα, τη Χαμηλοράχη και τη Μικροκουβέντα, ζούσε ένας περίφημος ήρωας. Τον φώναζαν Μπουμπουνόβι. Όχι γιατί έφερνε καταιγίδες, αλλά γιατί έκανε πολύ θόρυβο… χωρίς ποτέ να πέφτει βροχή.
Ο Μπουμπουνόβι είχε ένα σπάνιο χάρισμα:
Δεν έκανε τίποτα
Πληρωνόταν για το τίποτα
Και στο τέλος, είχε και παράπονο
Καθόταν λοιπόν στα καφενεία της Σιωποχώρας και διηγούνταν ιστορίες. Ιστορίες για το πόσο τον αδίκησαν, πόσο δεν τον εκτίμησαν, πόσο “άλλοι” φταίνε που δεν άφησε πίσω του ούτε ίχνος, ούτε έργο, ούτε καν ένα πετραδάκι για ενθύμιο.
Μόνο που ο Μπουμπουνόβι είχε ξεχάσει κάτι βασικό.
Στα μικρά χωριά, λέει το παραμύθι, οι τοίχοι έχουν αυτιά, τα αυτιά έχουν μνήμη
και η μνήμη… δεν συγχωρεί εύκολα τα παραμύθια.
Στη Χαμηλοράχη θυμούνται ότι τον πλήρωναν για να προσέχει το ρολόι, αλλά εκείνος κοιτούσε τον καθρέφτη. Στη Μικροκουβέντα ξέρουν πως όταν ήρθε η ώρα της δουλειάς,
ο Μπουμπουνόβι είχε πάντα μια “υποχρέωση αλλού”. Και στη Σιωποχώρα, εκεί που μιλάνε λίγο αλλά ακούν τα πάντα, λένε χαμηλόφωνα: «Άμα δεν έκανες τίποτα, πώς βρήκες τόσο χρόνο να μιλάς;»
Το πιο αστείο στο παραμύθι δεν είναι ο Μπουμπουνόβι. Είναι ότι νομίζει πως δεν τον ξέρουν. Πως δεν μαθαίνονται τα λόγια. Πως δεν ταξιδεύουν οι ιστορίες από χωριό σε χωριό, πιο γρήγορα κι από άλογο.
Κι έτσι τελειώνει το παραμύθι, όπως όλα τα σωστά παραμύθια, όχι με δράκους και πριγκίπισσες, αλλά με μια απλή αλήθεια:
Στα μικρά χωριά μπορεί να μη γίνεται πολλή φασαρία,
αλλά όταν αρχίσει το μπουμπουνητό χωρίς βροχή,
όλοι ξέρουν από πού έρχεται.



































