Σε μια εποχή όπου όλα καταγράφονται, όπου τα γεγονότα είναι διαθέσιμα σε κοινή θέα, είναι πραγματικά εντυπωσιακό πως ορισμένοι επιμένουν να κάνουν το άσπρο μαύρο. Το φαινόμενο δεν είναι απλώς ενοχλητικό. Είναι βαθιά αποκαλυπτικό για τον τρόπο με τον οποίο κάποιοι αντιλαμβάνονται τη δημόσια σφαίρα και την πολιτική ευθύνη.
Όταν υπάρχουν μάρτυρες, υπάρχουν βίντεο, υπάρχουν δημόσιες τοποθετήσεις που είναι διαθέσιμες σε όλους, η πραγματικότητα δεν σηκώνει ερμηνείες. Κι όμως, κάποιοι επιχειρούν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα. Μέχρι ενός βαθμού μπορεί να θεωρηθεί αναμενόμενο, υπάρχει παράταξη, υπάρχει στράτευση, υπάρχει η γνωστή λογική του “εκεί ανήκω, άρα εκεί στηρίζω”. Το έχουμε δει δεκάδες φορές, σε όλα τα επίπεδα.
Άλλο όμως αυτό, και εντελώς άλλο το να παραφράζεις, να αλλοιώνεις και να αλλάζεις όσα έχουν ειπωθεί δημόσια. Όχι σε ένα πηγαδάκι ή πίσω από μια κλειστή πόρτα, αλλά μπροστά σε κάμερες, μπροστά σε πολίτες, μπροστά σε ανθρώπους που είδαν, άκουσαν και μπορούν να καταθέσουν.
Σε εκείνο το σημείο δεν μιλάμε για υπεράσπιση. Δεν μιλάμε για πολιτική θέση. Μιλάμε για ωμή παραποίηση. Και όταν τα στοιχεία είναι αδιάσειστα, η παραποίηση δεν βολεύει κανέναν. Δεν γυρίζει απλώς μπούμερανγκ. Ακυρώνει το επιχείρημα, αποδομεί τον υπερασπιστή και εκθέτει συνολικά το πλαίσιο που επιχειρεί να καλύψει.
Γιατί η ζημιά δεν περιορίζεται στο πρόσωπο που κάνει την παραποίηση. Η έκθεση επεκτείνεται και σε αυτούς που υποστηρίζει. Σε αυτούς που επιλέγει να καλύψει. Σε αυτούς που, είτε το θέλουν είτε όχι, εμφανίζονται να χρωματίζονται από μια τακτική που έχει εγκαταλείψει κάθε ίχνος σοβαρότητας.
Και όταν οι πολίτες έχουν μπροστά τους τα γεγονότα, όταν βλέπουν τι ειπώθηκε, πότε ειπώθηκε και υπό ποιες συνθήκες, τότε η διαστρέβλωση δεν προστατεύει. Χτυπάει. Διαβρώνει. Και κυρίως, αποδεικνύει ότι κάποιοι δεν έχουν πια επιχειρήματα, παρά μόνο ψευδείς αναγνώσεις της πραγματικότητας.
Η αλήθεια δεν είναι πάντα βολική. Αλλά τουλάχιστον είναι αδιάβλητη.




































