Βλάσσης Μπονάτσος: ο τελευταίος ροκ έφηβος
Ο Βλάσσης Μπονάτσος έζησε γρήγορα, ορμητικά και άτσαλα. Δεν πρόλαβε να μάθει να φρενάρει. Όλη του η ύπαρξη ήταν ένα συνεχές πάτημα στο γκάζι, μια ασταμάτητη φυγή προς τα μπρος, σαν να ήξερε ότι η ζωή του θα είναι σύντομη. Προσπάθησε κάποια στιγμή να σοβαρευτεί, να καθίσει φρόνιμα, να βάλει τάξη στα μέσα του. Δεν τα κατάφερε. Πέθανε όπως έζησε: απότομα. Ήταν καλό παιδί, απλώς δεν είχε φρένα.
Τον θυμάμαι σ’ εκείνη τη φωτογράφηση του Symbol, αρχές του 2001. Του είχαμε ζητήσει να σκαρφαλώσει σε μια μυγδαλιά, να ποζάρει ανάμεσα στα κλαδιά όπως ο Ντίλαν Τόμας στη γλυσίνα της Ουαλίας. Ήθελα να τον δω σιωπηλό, βαρύ, σχεδόν στοχαστικό. Το έπαιξε τέλεια – κι όμως, η σοβαρότητα αυτή δεν ήταν πόζα. Ήταν κούραση. Είχε αρχίσει να κουβαλάει την εξάντληση εκείνων που έζησαν περισσότερες ζωές απ’ όσες χωράει ένας άνθρωπος.
Εκείνη η φωτογραφία –10 Μαρτίου 2001– μου θυμίζει πάντα ότι ο Βλάσσης δεν έφυγε ήσυχα. Έφυγε «σαν το σκυλί στ’ αμπέλι», όπως λέμε σκληρά για να πούμε την αλήθεια. Ήταν παιδί μιας γενιάς που μεγάλωσε με υπερβολή, που γοητεύτηκε από την ταχύτητα, το ρίσκο, το “όλα τώρα”. Ήθελαν να ζήσουν μέχρι να καούν – και τα κατάφεραν. Ο Βλάσσης έζησε σαν ήρωας μιας εποχής που δεν ήξερε τι σημαίνει μέτρο.
Παρ’ ότι με κούραζε καμιά φορά το «χύμα» του, πάντα ένιωθα πως πίσω από τη φασαρία κρυβόταν μια απέραντη τρυφερότητα. Ήταν παιδί των λουλουδιών, εγκλωβισμένο σε έναν κόσμο που μεγάλωνε άγαρμπα. Κι όπως ο Ντίλαν Τόμας, δεν ήθελε να «πάει ήσυχα μέσα στην όμορφη νύχτα». Ήθελε να την καταπιεί.
«Rage, rage against the dying of the light», γράφει ο Τόμας. Ο Βλάσσης το έκανε πράξη. Επαναστάτησε ενάντια στη φθορά, στη ρουτίνα, στην ωριμότητα. Ήταν το όμορφο, παράφορο αγόρι των Πελόμα Μποκιού, με τη βραχνή φωνή σαν μαύρο βελούδο, τα φιλήδονα χείλη, το βλέμμα του αλήτη που όμως κρύβει καλοσύνη. Ένα πλάσμα ηλεκτρισμένο, που δοκίμαζε διαρκώς τα όριά του, μέχρι να τα διαλύσει.
Καμιά φορά αναρωτιέμαι: είναι καλύτερο να καείς μέσα στην περιέργεια της ύπαρξης ή να γερνάς ήσυχα, φροντίζοντας τον κήπο σου, με παιδιά και σκυλιά να τρέχουν γύρω σου; Δεν ξέρω. Μάλλον δεν το επιλέγουμε. Το αποφασίζει η χημεία μας, οι σπίθες που κουβαλάμε μέσα μας.
Ο Βλάσσης Μπονάτσος ήταν φτιαγμένος από εύφλεκτη ύλη. Και ίσως να το ήξερε. Ήταν ένας ροκ ποιητής χωρίς στίχους, ένας κλόουν με βλέμμα βαθύ, ένας έφηβος που δεν πρόλαβε να γεράσει. Έζησε όπως τραγουδούσε – άτσαλα, αληθινά, με τα φώτα αναμμένα στο φουλ.
Κι αν ο Τόμας έγραψε «μην πας ήσυχα μέσα στη νύχτα», ο Βλάσσης απάντησε με τη ζωή του:
Δεν πάω πουθενά ήσυχα. Πάω με τα φώτα ανοιχτά.



































